Εμμανουέλε Γκράτσι, ο πρέσβης που δεν άκουσε ο Μουσολίνι

 

Αριστερά ο Ιωάννης Μεταξάς και δεξιά ο πρέσβης της Ιταλίας Εμ. Γκράτσι.




Του Ιωάννη Β. Αθανασόπουλου

Ιστορικού


«Ακόμη και μία μόνο καλά εξοπλισμένη πυροσβεστική υπηρεσία να είχαν στη διάθεσή τους οι Αλβανοί, θα μας είχαν στείλει πάλι πίσω στην Αδριατική». Αυτά τα λόγια ειπώθηκαν από τον Υπουργό Εξωτερικών της Ιταλίας, Γκαλεάνο Τσιάνο αμέσως μετά την άνευ αντιστάσεως είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων στα εδάφη της Αλβανίας την 7η Απριλίου του 1939. Με αρκετή δόση ειρωνείας και χιούμορ ο Τσιάνο περιγράφει μέσα σε δύο προτάσεις την απροθυμία των Αλβανών να αντιταχθούν στην επεκτατική πολιτική του Μουσολίνι.

Άλλωστε, η Αλβανία ήδη από το 1925 είχε μια σχέση εξάρτησης με την φασιστική Ιταλία. Τότε ιδρύθηκε με ιταλικά κεφάλαια η εθνική τράπεζα της Αλβανίας, τα οποία κεφάλαια ήλεγχε μια φαινομενικά ανεξάρτητη εταιρεία πίσω από την οποία βρισκόταν το ιταλικό υπουργείο Οικονομικών. Για πρώτη φορά η Αλβανία απέκτησε εθνικό νόμισμα. Ο βασιλιάς της Αλβανίας Αχμέτ Ζόγου δέχτηκε την ίδρυση της εθνικής τράπεζας μετά από κρυφή οικονομική ενίσχυση-«δώρο» προς τον ίδιο για την υπογραφή της συμφωνίας. 

Τον επόμενο χρόνο, το 1926, ο Ζόγου θα αναγκαστεί να υπογράψει με τους Ιταλούς «Συνθήκη Φιλίας και Ασφάλειας» που παραχωρούσε ακόμη περισσότερα δικαιώματα παρέμβασης της Ιταλίας στα εσωτερικά της Αλβανίας. Σύμφωνα με την «συνθήκη» αυτή, η Αλβανία έδινε το δικαίωμα στην Ιταλία να εισβάλει όποτε αυτή επιθυμεί στα εδάφη της Αλβανίας, αν η τελευταία απειλούνταν πραγματικά ή όχι από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Και για αυτή την συμφωνία ο Ζόγου πληρώθηκε από τον Μουσολίνι. Έτσι, η φασιστική Ιταλία κατάφερε να ελέγξει απόλυτα την Αλβανία, η οποία από την στιγμή εκείνη ήταν προτεκτοράτο των Ιταλών. Μάλιστα, στη Ρώμη ιδρύθηκε ειδικό Υπουργείο για τις αλβανικές υποθέσεις και ορίστηκε «Αντιβασιλέας» της Αλβανίας ο Ιταλός κόμης Φραντσέσκο Τζακομόνι.

Ο Μουσολίνι, παρά τις παραχωρήσεις του Ζόγου, δεν δίστασε να ζητήσει και άλλες περισσότερο ταπεινωτικές για τους Αλβανούς. Ο Βασιλιάς της Αλβανίας προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο μέχρι την 7η Απριλίου του 1939, ημέρα που οι Ιταλοί αποβιβάστηκαν αναίμακτα στα αλβανικά εδάφη. Παρά τις μέχρι τότε διπλωματικές ενέργειες των Ιταλών και την αδυναμία αντίστασης των Αλβανών, ο στρατιωτικός σχεδιασμός των Ιταλών ήταν ανύπαρκτος σε σημείο ο υπεύθυνος της επιχείρησης για την εισβολή στην Αλβανία Αλφρέντο Γκουτζόνι να ενημερωθεί για την ενέργεια μόλις μια βδομάδα πριν. Η εισβολή στην Αλβανία θεωρήθηκε στο εσωτερικό της Ιταλίας σαν μεγάλη επιτυχία και η εύκολη νίκη άνοιξε την όρεξη του Μουσολίνι. Επόμενος στόχος ήταν η Ελλάδα του Μεταξά.

Αξίζει να τονισθεί πως η κατάκτηση της Ελλάδας ήταν στις βλέψεις τόσο των Ιταλών όσο και των Γερμανών. Ο Χίτλερ ωστόσο ήθελε, όταν γίνει αυτή η επίθεση, να γίνει ταυτόχρονα με τις δυνάμεις του Μουσολίνι. Από τον βορρά να χτυπήσουν οι Ιταλοί και από την Κρήτη οι Γερμανοί. Αλλά ο Μουσολίνι αν και στενός σύμμαχος του Χίτλερ ήθελε να μάθει ο τελευταίος την εισβολή στην Ελλάδα από τις εφημερίδες. Ήθελε δηλαδή να κάνει ότι έκανε ο Χίτλερ σ’ αυτόν. 

Έτσι, τον Οκτώβριο του 1940 ο Μουσολίνι συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο στο Παλάτσο Βενέτσια, στην οποία συμμετείχαν ο Υπουργός Εξωτερικών Γκαλεάνο Τσιάνο, ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου του Ιταλικού Στρατού Στρατάρχης Πιέτρο Μπαντόλιο, ο «Αντιβασιλέας της Αλβανίας» κόμης Φραντσέσκο Τζακομόνι, ο Στρατηγός Βισκόντι-Πράσκα και λοιπές εξέχουσες προσωπικότητες του φασιστικού καθεστώτος. Οι προαναφερθέντες σύμβουλοι του Μουσολίνι, έπεισαν τον ίδιο ότι η Ελλάδα δεν θα προέβαλε σοβαρή άμυνα και πως η εισβολή θα ήταν τόσο εύκολη όσο στην Αλβανία. Ενδεικτικά είναι τα πρακτικά που κρατήθηκαν στη παραπάνω σύσκεψη. 

Ο «Αντιβασιλέας της Αλβανίας» Τζακομόνι υποστήριξε πως «στην Αλβανία αναμένουν με αγωνία την επιχείρησή μας» κατά της Ελλάδας ενώ σχετικά με την στάση του ελληνικού λαού σε ενδεχόμενη ιταλική επίθεση τόνισε πως «η κοινή γνώμη είναι επιδεικτικά αδιάφορη» και συνέχισε διαβεβαιώνοντας τον Μουσολίνι πως «το ηθικό του ελληνικού λαού εμφανίζεται πολύ χαμηλό». Επιπλέον, ο Υπουργός Εξωτερικών στο ίδιο μήκος κύματος Τσιάνο υποστήριξε πως «υπάρχει σαφής διάσταση μεταξύ του λαού και της ιθύνουσας πολιτικοπλουτοκρατικής τάξης, η οποία εμπνέει την αντίσταση και διατηρεί στη χώρα ζωντανό το αγγλόφιλο πνεύμα. Η τάξη αυτή είναι πάρα πολύ μικρή και πολύ πλούσια, ενώ ο άλλος πληθυσμός αδιαφορεί για όλα τα γεγονότα συμπερλαμβανομένης και της εισβολής μας». Ο Στρατηγός Βισκόντι Πράσκα αναλύοντας την στρατιωτική κατάσταση ανέφερε πως με την δυναμική του ιταλικού στρατού η Ήπειρος θα καταλαμβανόταν σε δέκα με δεκαπέντε μέρες το αργότερο ενώ σε ερώτηση του Μουσολίνι για το ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών απάντησε πως «είναι άνθρωποι που δεν τους αρέσει να μάχονται».

Οι απαντήσεις αυτές μπορεί σήμερα να φαίνονται εξωφρενικές σε όσους τις διαβάζουν αλλά τότε αποτέλεσαν τις επίσημες τοποθετήσεις των κυριότερων στελεχών του ιταλικού φασισμού που έπεισαν τον Μουσολίνι να επιτεθεί στην Ελλάδα. Υπήρξε όμως ένας Ιταλός που από την πρώτη στιγμή -και ιδιαίτερα μετά τον τορπιλισμό της Έλλης- ενημέρωνε για την κατάσταση στην Ελλάδα. Αυτός ήταν ο πρέσβης της Ιταλίας στην Αθήνα Εμμανουέλε Γκράτσι. Ο Γκράτσι ήταν ενήμερος για τις συμβουλές που έδιναν οι άνθρωποι του Μουσολίνι, οι οποίες τον έβγαζαν εκτός εαυτού. Στα απομνημονεύματά του σημείωνε (σελ. 251): 

«Εμείς που παρακολουθούσαμε τη συστηματική και τακτική εξέλιξη της ελληνικής στρατιωτικής κινητοποίησης, την οποία μέρα με την ημέρα επισημαίναμε στη Ρώμη, εμείς, που γνωρίζαμε με πόση προθυμία, μετά το επεισόδιο της «ΕΛΛΗΣ», ο ελληνικός λαός είχε συσπειρωθεί γύρω από την εθνική Κυβέρνηση και ήταν αποφασισμένος να την υποστηρίξει μέχρις εσχάτων, και είχαμε ενημερώσει πλήρως τους υπεύθυνους της ιταλικής πολιτικής γι’ αυτήν την ψυχολογική διάθεση ολόκληρου του ελληνικού λαού, θα νομίζαμε ότι ονειρευόμαστε αν κάποιος μας έλεγε τότε τα όσα γράφονται στη σελίδα 30 της έκτακτης προσφυγής του στρατηγού Βισκόντι-Πράσκα. Δηλαδή ότι το ιταλικό Γενικό Επιτελείο θεωρούσε ότι μπορούσε να αντιμετωπίσει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας με πέντε μεραρχίες, ότι το ίδιο το Επιτελείο, όπως γράφεται στη σελίδα 38 της ίδιας προσφυγής, πίστευε ότι ήταν δυνατόν να υπάρξουν εσωτερικές επιπτώσεις στην Ελλάδα και ότι, όπως προκύπτει από τη διαταγή επιχειρήσεων υπ’ αριθ. 4100 της 20ης Οκτωβρίου 1940, S.M.R. Esercito, Ufficio Operazioni II (Oltremare), Sez. I (M), έθετε ως στόχο την Αθήνα και ήλπιζε «σε μια εξαιρετικά ευνοϊκή κατάσταση και, κατά συνέπεια, στην κατάργηση κάθε αξιόλογης αντίστασης». Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να πιστέψουμε ότι είχαν κυκλοφορήσει στην Ιταλία παρόμοια ψέματα, τόσο φανερά αντίθετα με την πραγματική κατάσταση και με τις πληροφορίες πολιτικού και στρατιωτικού χαρακτήρα που είχε δώσει η Πρεσβεία. 

Ακόμα λιγότερο θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι είχαν αποκτήσει τέτοιο κύρος, ώστε οι υπεύθυνοι για την πολιτική και στρατιωτική διεξαγωγή του πολέμου να τα παραδεχτούν με κλειστά μάτια, χωρίς καμία επιφύλαξη, ως αναμφισβήτητες αλήθειες και να απορρίψουν εξίσου τυφλά τα όσα αντίθετα προς την αντίληψη αυτή επισήμαινε η Πρεσβεία, χωρίς και να φροντίσουν να αντιπαραβάλλουν δύο τόσο εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές και να διαπιστώσουν ποια από τις δύο πηγές έλεγε ψέματα. Επειδή πόρρω απείχαμε από το να φανταστούμε ότι στην πατρίδα επικρατούσε μια τέτοια νοοτροπία και επειδή βλέπαμε πόσο ανεπαρκείς ήταν οι στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν συγκεντρωθεί στην Αλβανία για να επιτεθούν σε χώρα αποφασισμένη να αμυνθεί και ικανή να αντιπαρατάξει δυνάμεις πολύ ανώτερες από εκείνες που διέθετε ο επιτιθέμενος εκείνη τη στιγμή στο θέατρο των ενδεχόμενων επιχειρήσεων, δικαιολογημένα ελπίζαμε ότι στην Ιταλία είχαν εγκαταλείψει οριστικά κάθε σκέψη επίθεσης».



Πράγματι, ο Ελληνικός Στρατός ήταν ετοιμοπόλεμος και γενικότερα ο ελληνικός λαός ήταν αποφασισμένος για άμυνα μέχρις εσχάτων. Όλα αυτά πιστώνονται δικαίως στον Ιωάννη Μεταξά και στους στενούς συνεργάτες του. Δεν είναι τυχαίο ότι, από το 1928 μέχρι και το 1935, η δυναμική του Στρατεύματος και η άμυνα της χώρας ήταν κυριολεκτικά ανύπαρκτη. Σε σχετικό Υπόμνημα του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου, με ημερομηνία 14 Δεκεμβρίου 1932, αναφέρεται: «Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η κατάστασις της αμύνης της χώρας είναι αυτόχρημα τραγική και απαιτείται η από τούδε συμπλήρωσις των ελλείψεων μιας στοιχειώδους αμύνης, άνευ της οποίας κινδυνεύει η υπόστασις ημών ως κράτος». Παράλληλα, το 1935 κοινή Έκθεση των Αρχηγών των Γενικών Επιτελείων Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας σχετικά με την στρατηγική κατάσταση της Ελλάδας σε περίπτωση Αγγλοϊταλικού πολέμου κατέληγε στο συμπέρασμα πως «Η Ελλάς δεν είναι υπολογίσιμος ούτε από τους φίλους ούτε από τους εχθρούς» ενώ για τη δυναμική των Ενόπλων Δυνάμεων τόνιζε πως «η σήμερον στρατιωτική δυναμικότης της Ελλάδος είναι τόσον περιωρισμένη, ώστε να μη δύναται να αποτελή εγγύησιν της ασφαλείας της». 

Σ’ αυτή την τραγική κατάσταση βρισκόταν η χώρα όταν ο Μεταξάς ανέλαβε δικτατορικώς την εξουσία το 1936. Ο Μεταξάς σαν Πρωθυπουργός και Υπουργός Στρατιωτικών και ο τότε Αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος σαν Αρχηγός Στρατού μετέβαλαν την τραγική εκείνη κατάσταση σε άκρως αποτελεσματική άμυνα που οδήγησε στην ήττα των Ιταλών στα βουνά της Βορείου Ηπείρου. Έτσι, ο Ελληνικός Στρατός μεθοδικά εκσυγχρονίστηκε και προμηθεύτηκε σύγχρονα για την εποχή όπλα, όπως 54 αντιαεροπορικά πυροβόλα των 37, 8 πλήρεις αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες με 24 πυροβόλα των 18, 56 αντιαεροπορικά των 20, όλμους, άρματα μάχης με πλήρη εξοπλισμό, αντιαρματικά τυφέκια, τυφέκια τύπου Μάουζερ, πυροβόλα, οπλοπολυβόλα, αντιασφυξιογόνες προσωπίδες, και 140 εκατομμύρια φυσιγγίων για τα όπλα του Πεζικού, των τυφεκίων και οπλοπολυβόλων. Η τεράστια αυτή ενίσχυση δημιούργησε τον μεγαλύτερο Ελληνικό Στρατό της ιστορίας που οδήγησε στο νικηφόρο Έπος του 1940.    

Οι αναφορές του Γκράτσι έλεγαν την ωμή αλήθεια που οι υπεύθυνοι του ιταλικού φασιστικού καθεστώτος αγνόησαν ανεξήγητα. Οι Έλληνες και είχαν συσπειρωθεί γύρω από τον εθνικό κυβερνήτη Ιωάννη Μεταξά και ετοιμοπόλεμοι ήταν και αποφασισμένοι. Όπως γράφει ο ιδιος στις αναμνήσεις του «δεν έτρεφα την παραμικρή αυταπάτη ως προς την πιθανότητα να ενδώσει η Ελλάδα αμαχητί σε αξιώσεις σαν τις δικές μας».

Πηγές:
Εμμανουέλε Γκράτσι, Το ημερολόγιο του Γκράτσι, «η αρχή του τέλους»: ο Ιταλός Πρέσβης που επέδωσε το τελεσίγραφο στον Μεταξά αφηγείται, εκδόσεις Τα Νέα-Άλτερ Έγκο, Αθήνα 2018.
David Brewer, Ελλάδα 1940-1949. Πόλεμος, κατοχή, αντίσταση, εμφύλιος, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2018.
Ηλίας Ιωάν. Ηλιόπουλος, Ιωάννης Μεταξάς. Ο εθνικός Κυβερνήτης, εκδόσεις Δημοκρατικός Τύπος, Αθήνα 2016.
Σαράντος Ι. Καργάκος, 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος, τόμος Β’, εκδόσεις Περί Τεχνών, Αθήνα 2017.     


* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην "Ελεύθερη Ώρα" στις 23.10.2021.




Σχόλια