Στρατής Μυριβήλης: "Κοντά στη θρυλική λίμνη των Ιωαννίνων που καθρεφτίζονται τα μυστικά της φυλής", το πολεμικό ημερολόγιο ενός λογοτέχνου, Απρίλιος 1941

 



Του Ιωάννη Β. Αθανασόπουλου
ιστορικού

Απρίλιος 1941, οι επικές μάχες με τους Γερμανούς εισβολείς συνεχίζονται στο οχυρό του Ρούπελ, στα σύνορα της χώρας. Λίγες μέρες μετά η Βέρμαχτ θα εισέλθει στην Αθήνα και θα αρχίσει η σκοτεινή περίοδος της γερμανικής κατοχής. Την ίδια περίοδο, ο Τύπος όχι απλώς καταγράφει τα γεγονότα αλλά εμψυχώνει τους απανταχού Έλληνες. Τέτοια περίπτωση αποτελεί και το παρόν άρθρο του Στρατή Μυριβήλη για την θρυλική λίμνη των Ιωαννίνων. Παμβώτιδα... κατά τον Όμηρο το όνομά της σήμαινε "η τα πάντα τρέφουσα". Ο Μυριβήλης από τα Ιωάννινα ενημερώνει τους αναγνώστες της εφημερίδας "Η Νίκη", Σάββατο 19 Απριλίου 1941:


Κοντά στη θρυλική λίμνη που καθρεφτίζονται τα μυστικά της φυλής


Ακόμα μια μέρα με κακοκαιρία στα Γιάννινα. Ενάμιση μήνα τώρα και δε μας χάρισε ούτε μιας μέρας λιακάδα ο ουρανός. Βροχή και αντάρα. Κάποτε και χιόνι. Αυτό είναι ακατανόητο για έναν αιγαιοπελαγίτη, για έναν Αθηναίο. Όμως εδώ είναι μια μόνιμη χειμωνιάτικη κατάσταση. Σαν αρχίσει να βρέχει, βρέχει με το μήνα. Όλα είναι μουσκεμένα, κ η φανταρία, τ΄αμέτρητα αυτοκίνητα, ζυμώνουν τη λάσπη, την πληθαίνουν.

Βλέπω απελπισμένος τον ουρανό. Είναι μουντός, ολοένα χαμηλώνει πάνω από τη σμαραγδιά λίμνη, αδιάκοπα βουρκωμένος. Μάταια περίμενα ένα διάλειμμα καλοκαιριάς, να χαρώ τόμορφο τοπείο, το Κάστρο, το Νησί της λίμνης. Αναγκάστηκα να τα γνωρίσω όλα θαμπωμένα από την ομίχλη, με τις γραμμές και τα χρώματα σβυσμένα από τη θαμπάδα της.

Μόνο η λίμνη δε χάνει τη γοητεία της μέσα σ΄όλες τις κακοκαιριές. Είναι ακαταμάχητη η έλξη που εξασκεί πάνω στην ψυχή του ανθρώπου, με τα νερά της που περνούν το τσαγαλί πράσινο και το γαλάζιο που έχουν μερικά ακριβά πετράδια και μερικά γυναικεία μάτια. Είναι μια λίμνη μοναδική μέσα στις ελληνικές λίμνες, γιατί μέσα στο αδιάκοπο ανασάλεμά της αναδεύονται ένα πλήθος μορφές ρωμαντικές, ωραίες και λυπημένες. Αυτά τα νερά κράτησαν τον ίσκιο μεγάλων ηρώων: Του Αντρούτσου τον ίσκιο κράτησαν και του Βλαχάβα, του Αλή Πασά και του Βύρωνα, του Αγίου Κοσμά και της Κυρά Φροσύνης της πεντάμορφης, που βούλιαξε μια νύχτα γεμάτη από τρομάρες κ΄έσβυσαν τα νιάτα της εδώ,  μέσα στη φρίκη του κρύου νερού, μαζύ με την πικρή συνοδεία των δεκαεφτά.




Ανάμεσ΄από τα γκρεμισμένα μπουντρούμια, ακούγονται τα βογγητά των ηρώων και των θυμάτων που μαρτύρησαν στα νύχια του Αλή, οι αλυσσίδες του Βλαχάβα ηχούν στις βρεγμένες πέτρες. Ο τάφος του Αλή κρατάει ακόμα το ακέφαλο κορμί του θεριού, που είχε τρανταφυλλί πρόσωπο, μικρά μαβιά μάτια και μια γενειάδα που έπεφτε σαν άσπρη χαίτη. Εδώ πάνου στάθηκε, εδώ περπάτησε, εδώ σιγοτραγούδησε με τα δάχτυλα στις μακρυές κορδές του "ούτ" η ζαρκάδα η Βασιλική, του Πασά η ερωμένη. Άκουσα ένα φαντάρο να την τραγουδά μερακωμένος σε μια ταβέρνα κοντά στο κάστρο που το γλείφουν τα κύματα.

Βασιλική προστάζει, ωχ προστάζει,

Βάλτε φωτιά στα τόπια!

Βάλτε φωτιά στα τόπια, ωχ, στα τόπια,

Κάφτε τα Γιάννενα! 

Μέσα από τα μαγικά νερά της στοιχειωμένης λίμνης, που αδιάκοπα ψιθυρίζουν τη νύχτα, σε κυττάζουν τα παθητικά μάτια, τα δακρυσμένα, των πνιγμένων γυναικών. Είναι η Φροσύνη κ΄οι πιό όμορφες μέσα στα Γιάννινα. Φωσφορίζει η λίμνη. Είναι τα μάτια τους που ανάβουν και σβύνουν στα βάθη της.

Εδώ μέσα στο κάστρο τις κράτησαν κλεισμένες, τις παίδεψαν, τις έγδυσαν και τις γλέντησαν όλη τη νύχτα οι σωματοφύλακες του Αλή. Κατόπι τις ωδήγησαν από τούτον εδώ το διάδρομο, τις έβγαλαν από τη μικρή πύλη που βλέπει στη λίμνη. Μου δείχνουν το μέρος που τις έπνιξαν.

Να απ΄εδώ τις βούλιαξαν...

Είναι ένας Γιαννιώτης. Καθηγητής που με φιλοξενεί, αυτός μου δείχνει τα καθέκαστα.

Η σκέψη μου αποσώνει το όνομα του περαστικού.

Τις έπνιξαν και ολάκερο το Γένος τραγούδησε την άλλη μέρα, κλαίγοντας πάνω από τούτα τα νερά, τη λατρεία του προς τα συμβολικά θύματα:

Χίλια καντάρια ζάχαρη

Θα ρίξω μες στη λίμνη

Για να γλυκάνουν τα νερά

Να πιή η κυρά Φροσύνη... 

Τα χρόνια διάβηκαν πάνω από την πολιτεία, ο καιρός ρήμαξε το κάστρο. Τα τζαμιά του Αλή έγιναν μουσεία και οι μαρμαρένοι σαρκοφάγοι των αυλικών του χάσκουν αδειανοί. Μέσα στις δαιδαλικές στοές σέρνουνται μολυντήρια και γυμνοσάλιαγκοι. Το χιόνι σουρώνει από τους πετρένιους θόλους και στάζει πάνω στον πετσένιο μου σκούφο. Από παντού ακούς αυτές τις στάλες. Πέφτουν μέσα στη σιωπή από ψηλά, σα να μετράνε την αιωνιότητα μέσα στην πελώρια πετρένια κλεψύδρα του κάστρου.

Τα πρόσωπα πέρασαν, πάνω στα βήματα της Ιστορίας φύτρωσε χαμομήλι. Τα σπαθιά κρεμάστηκαν στα Μουσεία κ΄ ένας φίλος μας φωτογράφησε πλάι στο μνημούρι του Αλή.

Όμως ο μύθος ζή.

Ζή και βασιλεύει ο θρύλος.

Ο φαντάρος είναι παλαιοελλαδίτης, ίσως νάναι και ησιώτης, από την άλλη άκρη του Αιγαίου. Όμως τραγουδά τούτη τη λίμνη.

Τη Βασιλική τραγουδά και τη Κυρά Φροσύνη.

Κι΄αυτές γιομίζουν τα μυστικά νερά με την εξαίσια παρουσία τους.


Στρατής Μυριβήλης



Σχόλια