Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης ~ Ο «υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» φάρος του Μακεδονικού και Ποντιακού Ελληνισμού

 

Του Ιωάννη Β. Αθανασόπουλου

Ιστορικού





Η εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα, ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, γεννήθηκε το 1866 στο χωριό Στύψη της Μυτιλήνης. Παιδί πολύτεκνης οικογένειας ο Στυλιανός με άλλα επτά αδέλφια και με πατέρα έμπορο, σε ηλικία δύο ετών εγκαταστάθηκε με την υπόλοιπη οικογένεια στο Αδραμύττι της Μικράς Ασίας, από όπου τελείωσε το σχολείο. Ακολούθως, με υποτροφία του Μητροπολίτη Εφέσου Αγαθάγγελου σπουδάζει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Αποφοιτά το 1888 με άριστα και χειροτονείται διάκονος από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Διονύσιο Ε’. Τότε έλαβε το όνομα Γερμανός, προς τιμήν του ιδρυτή της Θεολογικής Σχολής Πατριάρχου Γερμανού Δ’. 

Αν και θα μπορούσε να εργαστεί στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ο ίδιος επιθυμεί τη συνέχεια των σπουδών του και εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή της Λειψίας, από όπου αποφοιτά τον Ιανουάριο του 1891 λαμβάνοντας το διδακτορικό του. Επιστρέφει στη Χάλκη και διορίζεται καθηγητής της Εκκλησιαστικής ιστορίας στη Θεολογική Σχολή. Ταυτόχρονα, ο νέος Πατριάρχης Άνθιμος Ζ’ ζήτησε από τον Γερμανό, ως ειδικό, να συντάξει επίσημα μια πατριαρχική εγκύκλιο σαν απάντηση στην εγκύκλιο του Πάπα Λέοντα ΙΓ’ που ζητούσε την ένωση των ανατολικών εκκλησιών. Η εργασία του Γερμανού αναιρούσε ιστορικώς όλες τις πλάνες της παπικής εκκλησίας και μεταφράστηκε σε όλες τις ευρωπαϊκές και σλαβικές γλώσσες.

Το 1896 χειροτονείται Επίσκοπος Πέραν και αναλαμβάνει μια ακόμη σημαντική αποστολή. Στο Πέραν είχε επικρατήσει μια τάση σε ορισμένα σχολεία της περιοχής να διδάσκονται μόνο τη γαλλική γλώσσα και να απαξιώνεται η ελληνική γλώσσα και ιστορία με αποτέλεσμα να προετοιμάζονται απάτριδες και κοσμοπολίτες νέοι. Ο Γερμανός αντέδρασε αποφασιστικά, διόρισε διπλωματούχους εφημέριους και ιεροκήρυκες και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα οι Έλληνες μαθητές των γαλλικών σχολείων, που δέχονταν ανθελληνική προπαγάνδα, να εγκαταλείψουν τις σχολές αυτές και να εγγραφούν σε ελληνικά σχολεία. Παράλληλα, ο Γερμανός ίδρυσε με δικά του έξοδα το Ελληνογαλλικό Παρθεναγωγείο του Πέραν, στο οποίο αποσπάσθηκαν 450 μαθήτριες από αντίστοιχες Καθολικές προπαγανδιστικές σχολές. 

Η εθνική και θρησκευτική δράση του Γερμανού θα κορυφωθεί το 1900 όταν θα τοποθετηθεί Μητροπολίτης Καστορίας. Ο ίδιος όπως γράφει στα απομνημονεύματά του αρχικά δεν ήθελε να διορισθεί στην Καστοριά. Πείσθηκε όμως από τον Πρέσβη Νικόλαο Μαυροκορδάτο αφού του ανέλυσε τι έπραττε εκεί το Βουλγαρικό Κομιτάτο εις βάρος του ελληνορθόδοξου πληθυσμού. Η Μητροπολιτική περιφέρεια Καστοριάς ήταν ιδιαίτερα σημαντική καθώς αφενός γειτόνευε με το ελληνικό κράτος και αφετέρου είχε τη νευραλγική σημασίας θέση προς εξουδετέρωση των σκοπών του Βουλγαρικού Κομιτάτου. Εκτεινόταν από τη κωμόπολη Φράσαρη της Βορείου Ηπείρου μέχρι τη λίμνη Άρνισσας και από τη Μικρή Πρέσπα και τη Κορυτσά μέχρι τη Βούρμπιανη και το Βογατσικό Καστοριάς. 

Όταν έφτασε ο Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά η κατάσταση ήταν εφιαλτική. Όπως γράφει ο ίδιος: «Όταν έφθασα εκεί, βρήκα τον τόπο σε άθλια κατάστασι. Ο πόλεμος του ’97 ήταν ακόμα πρόσφατος, Οι Τούρκοι από μίσος για την Ελλάδα υπεστήριζαν τας εξαρχικάς αξιώσεις, οι Βούλγαροι επωφελούντο της ψυχολογικής καταστάσεως και ήταν κύριοι του τόπου. [...] Το Βουλγαρικό Κομιτάτο εκτελώντας το ανθελληνικό του σχέδιο άρχισε να ρίχνη τον ένα ύστερα από τον άλλο τους στύλους των ελληνικών κοινοτήτων, για να εμπνεύση τον πανικό και να υποτάξη τον πληθυσμό στη βουλγαρική Εξαρχία. Το ελληνικό αίμα άρχισε να βάφη τη γη της Μακεδονίας. Τα σλαβόφωνα χωριά μπρος στο τραγικό δίλημμα «Εξαρχία ή θάνατος» αποσκιρτούσαν στην Εξαρχία, [...]».

Ο Καραβαγγέλης αρχικά επισκέφθηκε τον Έλληνα πρόξενο στο Μοναστήρι, Σταμάτιο Πεζά και ενημερώθηκε για τις βουλγαρικές αποφασιστικές ενέργειες. Παντού βία και σφαγές αν οι πληθυσμοί δεν εγκατέλειπαν το Πατριαρχείο για την Εξαρχία. Στάλθηκε έκθεση στην Αθήνα, όπου ο Γερμανός ζητούσε ενισχύσεις για οργάνωση ελληνικών ένοπλων σωμάτων που θα προστάτευαν τον πληθυσμό. Το επίσημο ελληνικό κράτος όχι μόνον δεν βοήθησε στη πραγμάτωση του σχεδίου αλλά έβαζε και εμπόδια. Ο Καραβαγγέλης ανέλαβε προσωπική δράση με δικά του μέσα, γιατί αν έμενε με δεμένα χέρια θα χανόταν η Μακεδονία. 

Αρχικά, έκανε προσπάθειες να επαναφέρει στο Πατριαρχείο τον σλαβόφωνο οπλαρχηγό Καπετάν Κώτα από τη Ρούλια. Στη συνάντησή τους τον έπεισε λέγοντάς του: «Εσείς είσαστε Έλληνες από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και πέρασαν οι Σλάβοι και σας εξεσλάβωσαν. Η μορφή σας είναι ελληνική και η γη που πατούμε είναι ελληνική. Το μαρτυρούνε τα αγάλματα που είναι κρυμμένα μέσα της. Και αυτά είναι ελληνικά, και τα νομίσματα που βρίσκομε είναι ελληνικά, κι οι επιγραφές είναι ελληνικές. Έπειτα η Εκκλησία μας και το Πατριαρχείο επρωτοστάτησαν πάντοτε στην ελευθερία. Ενώ η Βουλγαρία δε στάθηκε ικανή ώστε η ίδια να ελευθερωθή, παρά την ελευθέρωσε η Ρωσσία. Και συ περιμένεις τώρα να ελευθερώση και τη Μακεδονία; Και φαντάζεσαι πως είναι ποτέ δυνατόν η ευρωπαϊκή διπλωματία να κατακυρώση τη Μακεδονία στη Βουλγαρία και προπάντων τη Φλώρινα και την Καστοριά, που απέχουν μόλις δύο μέρες από τα ελληνικά σύνορα, ενώ από τα βουλγαρικά απέχουν επτά;». Ο Κώτας θα αναπτύξει σώμα 600 ανδρών υπό την ενίσχυση του Καραβαγγέλη και θα προστατεύει τον χριστιανικό πληθυσμό τόσο από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες όσο και από τους Οθωμανούς. Θα εκτελεσθεί δύο χρόνια αργότερα, το 1904, από τους Τούρκους, μετά από προδοσία των Βούλγαρων, φωνάζοντας, λίγο πριν κλωτσήσει μόνος του το υποπόδιο και κρεμαστεί, «Ντα ζίβι Γκρτσια!» δηλαδή να «ζήσει η Ελλάδα».

Το έργο του Μητροπολίτη Καστοριάς δεν ήταν εύκολο έχοντας απέναντί του τους φανατισμένους εξαρχικούς κομιτατζήδες. Χρησιμοποίησε θεμιτά και αθέμιτα μέσα για να μπορέσει να επιβληθεί. Χρειάστηκε να σπάσει με μπαλτά την πόρτα του ιερού ναού στο Κονομπλάτι, χωριό του αιμοσταγούς αρχικομιτατζή Μήτρου Βλάχου, επειδή οι Βούλγαροι δεν του έδιναν τα κλειδιά να ιερουργήσει. Πάλι, τα Χριστούγεννα του 1901 στη Ζαγορίτσανη συνάντησε άρνηση των Βούλγαρων εξαρχικών να του παραδώσουν τα κλειδιά, τα οποία εν τέλει πήρε εξαιτίας της επιμονής του και των απειλών του ότι θα καταγγείλει στους Τούρκους λέγοντάς τους πως οι Βούλγαροι δεν τον άφηναν να ιερουργήσει πρώτο ενώ η εκκλησία έγινε με ελληνικό φιρμάνι από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Μπήκε λοιπόν και ιερούργησε έχοντας πάνω του το όπλο του: «Στην εκκλησία έβαλα το ρεβόλβερ μου στην πέτσινη θήκη του και ξέχασα μάλιστα, θυμούμαι, τον πετεινό σηκωμένο. Μα ευτυχώς δεν συνέβη ατύχημα. Πίσω στον θρόνο ήταν ένας δικός μας που στάθηκε όλη την ώρα με το πιστόλι στο χέρι. Έτσι λειτούργησα και φθάσαμε στα Άγια. [...] Η πρώτη λειτουργία στη Ζαγορίτσανη αλήθεια άγρια. Μα έτσι επιβλήθηκα».

Αρθρογραφούσε με ψευδώνυμα σε εφημερίδες των Αθηνών για την κατάσταση στη Μακεδονία αλλά οι ιθύνοντες της κυβέρνησης αδρανούσαν. Έστελνε και επίσημες εκθέσεις εξιστορώντας τη δράση του και τις ενέργειές του που προστάτευαν τον ελληνορθόδοξο πληθυσμό από τις ωμότητες των Βούλγαρων. Η Αθήνα σιωπούσε και αδρανούσε. Αντιθέτως, η Βουλγαρία ενεργούσε. Σκότωσαν την οικογένεια του Βοεβόδα Γκέλεφ και τον ίδιο. Ήταν ανάμεσα σε όσους έπεισε ο Καραβαγγέλης να επιστρέψουν στο Πατριαρχείο και να εγκαταλείψουν την Εξαρχία. Παράλληλα, οι Βούλγαροι σε κάθε χωριό που υπήρχε δικός τους ιερέας, σκότωναν τον Έλληνα παπά και στη θέση του έβαζαν Βούλγαρο εξαρχικό. Οι δολοφονίες του Γκέλεφ αλλά και του σλαβόφωνου Καπετάνιου Βαγγέλη Στρεμπενιώτη, που εγκατέλειψε και αυτός το Βουλγαρικό Κομιτάτο ξεκίνησαν να αφυπνίζουν μεμονωμένα πρόσωπα στην Ελλάδα. Έτσι, ξεκίνησε να αλληλογραφεί με το ψευδώνυμο «Κώστας Γεωργίου» με αξιωματικούς όπως ο Δαγκλής, ο Τσόντος, ο Μελάς και λοιπές ακόμη πορσωπικότητες. Οι επαφές συνεχίζονταν και το καλοκαίρι του 1903 ο Καραβαγγέλης ζητά από τον Μελά να του στείλει από την Ελλάδα εθελοντές για να ενταχθούν στα ένοπλα σώματα που είχε δημιουργήσει. Ο Μελάς τον ενημέρωνε: «[...] Οι ένδεκα Κρήτες ους σας στέλλομεν, είνε τέλειοι τύποι πολεμιστών. Γενναίοι, ευφυείς, τολμηροί, αποφασιστικοί, φιλόδοξοι και έχοντες ανεπτυγμένον το εθνικό αίσθημα, είμαι βέβαιος ότι θα ενισχύσωσι καταπληκτικώς τον αγώνα σας. [...]». Μέσα σ’ αυτούς, ήταν ο Ευθύμιος Καούδης, ο Περάκης, ο Μακρής και άλλοι που διακρίθηκαν και έγιναν από τους σημαντικότερους οπλαρχηγούς του Μακεδονικού Αγώνα. «Οι Βούλαροι στο πρόσωπο των Κρητικών είδαν τους προδρόμους του Ελληνικού Κομιτάτου» έγραψε ο Καραβαγγέλης στα απομνημονεύματά του.

Το επίσημο ελλαδικό κράτος όμως συνέχιζε να αδρανεί και να διστάζει ακόμα και μετά την αποτυχημένη επανάσταση του Ίλιντεν, που προκάλεσε την οργή των Τούρκων. Οι Βούλγαροι, ωστόσο, ανέπτυξαν δίκτυο στο εξωτερικό. Συγκεκριμένα ίδρυσαν μέσα στο Λονδίνο το «Βαλκανικό Κομιτάτο», που ήταν ουσιαστικό βουλγαρικό. Το Βαλκανικό Κομιτάτο έκανε ωμή βουλγαρική προπαγάνδα, την οποία συντόνιζαν Άγγλοι δημοσιογράφοι. Μάλιστα έκαναν προσωπική επίθεση στον Καραβαγγέλη αντιστρέφοντας συνήθως τα γεγονότα στη Μακεδονία. Οι δολοφονίες Ελλήνων όχι απλώς συνεχίζονταν αλλά και αυξάνονταν. Τότε η Αθήνα αποφάσισε να στείλει στα βουνά της Μακεδονίας τέσσερις αξιωματικούς για να δουν αν όσα ενημέρωνε ο Καραβαγγέλης ίσχυαν ή όχι. Ο Μελάς, ο Κολοκοτρώνης, ο Παπούλας και ο Κοντούλης. Επιστρέφοντας στην Αθήνα ο Μελάς και ο Κοντούλης εισηγήθηκαν την άμεση ενίσχυση του Καραβαγγέλη και όλων όσων εργάζονταν στην κατεχόμενη Μακεδονία. Οι άλλοι δύο διαφώνησαν αλλά, εν τέλει, η κυβέρνηση έστειλε τον Μελά με λίγους άνδρες στην Καστοριά.

Η συνεργασία Καραβαγγέλη-Μελά ήταν αγαστή και έσωσε τη Μακεδονία από τις ορέξεις των Σλάβων. Όταν ο τελευταίος σκοτώθηκε ο Γερμανός έκανε τις απαραίτητες ενέργειες για να παραλάβει ο ίδιος τον νεκρό χωρίς να μάθουν οι Τούρκοι το όνομα του εθνομάρτυρα της Μακεδονίας, παρά μόνο ότι ήταν κάποιος Έλληνας με το όνομα Ζέζας (ψευδώνυμο του Μελά), όπως πιστοποιούσαν οι επιστολές που βρέθηκαν πάνω του. Γράφει ο Μητροπολίτης: «Το μετέφερα αμέσως στο μητροπολιτικό μέγαρο και κείνη τη νύχτα δεν κοιμηθήκαμε διόλου. Το θρηνήσαμε όλη τη νύχτα και την άλλη μέρα πολύ πρωί, όπως είχα υποσχεθή στον καϊμακάμη, το έθαψα με λίγους ανθρώπους της εμπιστοσύνης μου, για να αποφύγω άλλους θορύβους και συγχύσεις του λαού. Τον έθαψα στο νεκροταφείο αντίκρυ από τη Μητρόπολι». 

Μετά το θάνατο του Μελά, ανέβηκαν στη Μακεδονία σημαντικοί πολέμαρχοι του Μακεδονικού Αγώνα όπως ο Καπετάν Ρούβας (Γεώργιος Κατεχάκης) και ο Καπετάν Βάρδας (Γεώργιος Τσόντος) μεταξύ άλλων και ο Αγώνας φούντωσε. Η Καστοριά και το Μοναστήρι έγινε το κέντρο κάθε κίνησης στη Μακεδονία. Τα ένοπλα σώματα του Ελληνικού Κομιτάτου παντού έτρεπαν σε φυγή τους Βούλγαρους κομιτατζήδες. Η δράση του όμως ενόχλησε και τους Οθωμανούς. Έτσι, ο Μέγας Βεζίρης Φελίτ Πασάς με έντονες πιέσεις προς τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ κατόρθωσε να επιτύχει την απομάκρυνσή του από την Καστοριά το 1908. Ακολούθως, ο Καραβαγγέλης ανέλαβε τη Μητρόπολη Αμασείας του Πόντου και διακρίθηκε πάλι προασπίζοντας τα συμφέροντα της Πατρίδας του και του ποιμνίου του που δεχόταν διωγμούς από τους Νεότουρκους και του τσέτες υπό τον διαβόητο Τοπάλ Οσμάν. Αντιστάθηκε στις διώξεις Ελλήνων και Αρμενίων και οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και τον έστειλαν έγκλειστο στην Κωνσταντινούπολη το 1917. Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας τον συγκλόνισε βαθύτατα. Το 1924 ανέλαβε Έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Βιέννη, όπου και πέθανε τον Φεβρουάριο του 1935. 

Δεν θα ήταν υπερβολή να τονίσουμε ότι η δράση του Καραβαγγέλη ήταν πάντοτε εναρμονισμένη με την προάσπιση του ελληνορθόδοξου πληθυσμού τόσο στη Μακεδονία όσο και στον Πόντο. Ένας πραγματικός φωτεινός φάρος του σύγχρονου Ελληνισμού. Ένα πρότυπο εθνικής δράσης αντάξιο των ιερέων-οπλαρχηγών της Εθνεγερσίας του 1821. 


* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην "Ελεύθερη Ώρα", στις 20.11.2021.


Σχόλια