Παύλος Μελάς. Η δράση του στη Μακεδονία και το αμφιλεγόμενο τέλος του

 


Ο Παύλος Μελάς με στολή Ανθυπολοχαγού (Πολεμικό Μουσείο)







του Ιωάννη Β. Αθανασόπουλου
ιστορικού



Ο Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού Παύλος Μελάς, με τη δράση και τη θυσία του, αποτέλεσε τον φάρο που ενέπνευσε τον Ελληνισμό να αγωνιστεί αποφασιστικά για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Ανέλαβε μια σοβαρή και δύσκολη υπόθεση, τη στιγμή που το επίσημο κράτος αδρανούσε, με απόλυτη συνείδηση εγκαταλείποντας μια άνετη ζωή στην πρωτεύουσα. Με το ψευδώνυμο Καπετάν Μίκης Ζέζας αναπτύσσει το δικό του αντάρτικο στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας. Ο τρόπος με τον οποίο επήλθε ο θάνατός του θεωρείται αντιφατικός βάσει των διαθέσιμων μαρτυριών. Η αναγγελία του θανάτου του από τον Τύπο της εποχής, ωστόσο αποτέλεσε την αιτία του πανελλαδικού ξεσηκωμού για την προάσπιση της Μακεδονίας. Κατόρθωσε αυτό που επιθυμούσε με όλη του την ψυχή, να θυσιάσει τα πάντα προκειμένου να πείσει την κυβέρνηση και την κοινή γνώμη για τη σωτηρία της Μακεδονίας. 


Ο Πανσλαβισμός και η Μακεδονία

 

Το Μακεδονικό ζήτημα, όμως, έχει την αφετηρία του στη λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου την περίοδο 1877-1878. Παρ’ όλα αυτά, ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, η Ρωσία είχε αρχίσει να στέλνει στα Βαλκάνια πράκτορές της μεταμφιεσμένους σε καλόγερους, με σκοπό τη διάδοση της σλαβικής ιδεολογίας και προπαγάνδας. Οι «καλόγεροι» αυτοί, βάπτιζαν χωρικούς δίνοντάς τους σλαβικά ονόματα. Παράλληλα, τους ξεσήκωναν κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όργανο της ρωσικής πολιτικής υπήρξε βεβαίως η Βουλγαρία. Από το 1830 ο ρωσικός χρυσός άρχισε να αφυπνίζει τον βουλγαρικό εθνικισμό, για να περιοριστεί ο ελληνισμός και οι βλέψεις του τόσο στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας όσο και στη Βαλκανική γενικότερα. Άλλωστε, διαχρονικός πόθος της ρωσικής πολιτικής ήταν η κάθοδος στη Μεσόγειο και η επερχόμενη πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν η κατάλληλη ευκαιρία, ώστε ο Πανσλαβισμός να πραγματοποιήσει τους στόχους του.[1]

Ακολούθησαν κάποιες εργασίες Βουλγάρων ερευνητών που υποτίθεται ότι αποδείκνυαν πως οι αρχαίοι Ολύμπιοι θεοί, οι Μακεδόνες βασιλείς, ο Αριστοτέλης μέχρι και ο Σουλιώτης οπλαρχηγός Μάρκος Μπότσαρης ήταν Βούλγαροι στην καταγωγή και στη συνείδηση. Εξυπακούεται πως οι έρευνες αυτές είτε χρηματοδοτούνταν είτε υιοθετούνταν για λόγους προπαγάνδας από τη Ρωσία. Οτιδήποτε υπήρξε ελληνικό έπρεπε να μετατραπεί σε βουλγαρικό για τα συμφέροντα του Πανσλαβισμού. Τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο ξεκάθαρα όταν έγινε  Τσάρος της Ρωσίας ο Αλέξανδρος Β’. Ίδρυσε σε όλη τη Βαλκανική περισσότερες από 180 πανσλαβιστικές εστίες και η Μακεδονία γέμισε πράκτορες που ενεργούσαν αποκλειστικά κατά του Ελληνισμού.

Πρώτη σημαντική επιτυχία των Πανσλαβιστών, υπήρξε η ίδρυση της Εξαρχίας το 1870. Η Εξαρχία υπήρξε η ανεξάρτητη βουλγαρική ορθόδοξη εκκλησία που αυτονομήθηκε από το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Το σχετικό φιρμάνι εκδόθηκε και υπογράφηκε από τον Σουλτάνο Αβδούλ Αζίζ στις 10 Μαρτίου 1870. Αξίζει να επισημανθεί, ότι το φιρμάνι συνέταξε ο Ρώσος πρέσβης στη Βασιλεύουσα, Στρατηγός Νικολάι Ιγνάτιεφ, μετέπειτα Υπουργός του Τσάρου, φανατικός Πανσλαβιστής και κατά συνέπεια μισέλληνας. Η δημιουργία της Εξαρχίας είχε ως στόχο να αφομοιώσει με τη βία ή την πειθώ τους Έλληνες, σλαβόφωνους ή μη, κατοίκους της Κεντρικής και Νότιας Μακεδονίας. Επομένως, οι Βούλγαροι στόχευαν να προσεταιρισθούν περιοχές στις οποίες υπήρχε μακραίωνη ελληνική παρουσία. Άμεσος στόχος υπήρξαν οι σλαβόφωνοι Έλληνες, που αρνούνταν να εγκαταλείψουν το Πατριαρχείο και την ελληνική συνείδησή τους. Αυτοί αποκαλούνταν από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες απαξιωτικά «γραικομάνοι», δηλαδή ελληνομανείς. Το σύνθημα που κυριάρχησε ήταν «θάνατος στους γραικομάνους». Αφού δε δέχονταν οικειοθελώς να δηλώσουν Βούλγαροι, έπρεπε να αναγκαστούν.

Ο Ελληνισμός αντέδρασε άμεσα στην τρομοκρατία των κομιτατζήδων. Σε διάφορες περιοχές της Μακεδονίας, π.χ. στην Κοζάνη και στο Λιτόχωρο, ιδρύθηκαν Επαναστατικές Κυβερνήσεις από οπλαρχηγούς, ιερείς και λαϊκούς με αποκλειστικό στόχο την ένωση με την Ελλάδα. Στην Κοζάνη, η Προσωρινή Κυβέρνηση είχε πρόεδρο τον Ιωάννη Γκοβεδάρο ενώ στα βουνά της δυτικής Μακεδονίας ήδη βρίσκονταν 500 επαναστάτες, υπό την αρχηγία του Ιωσήφ Λιάτη. Τον Φεβρουάριο του 1878 αποβιβάζεται στο Λιτόχωρο δύναμη, επίσης 500 ανδρών, από την Ελλάδα. Πρόεδρος της Επαναστατικής Κυβέρνησης ήταν ο γιατρός Ευάγγελος Κοροβάγκος. Την εξέγερση των Ελλήνων εμψυχώνει ο Επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος Λούσης. Ταυτόχρονα, υπογράφεται στην Κωνσταντινούπολη η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Ρωσίας. Η Τουρκία έχανε το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών εδαφών της∙ συγκεκριμένα αναγνώριζε την ανεξαρτησία της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Ρουμανίας. Παράλληλα, αποφασίστηκε η ίδρυση του βουλγαρικού κράτους, υπό την προστασία της Ρωσίας. Οι όροι της συνθήκης ήταν στην ουσία η πραγμάτωση των σκοπών των Πανσλαβιστών εναντίον των ελληνικών συμφερόντων. Τα σύνορα της Βουλγαρίας έφταναν στο Αιγαίο καθώς η συνθήκη όριζε υπό βουλγαρική κατοχή τα εδάφη από την Καστοριά μέχρι και την Καβάλα. Από την Μακεδονία, μόνο η Θεσσαλονίκη, η Χαλκιδική, η Βέροια, η Κατερίνη, τα Γρεβενά, η Κοζάνη και η Ελασσόνα έμεναν εκτός Βουλγαρίας. Η χαρά των εκπροσώπων του Πανσλαβισμού, όμως δεν κράτησε πολύ. Λίγους μήνες μετά, τον Ιούνιο του 1878, με τη συνθήκη του Βερολίνου, η τάξη αποκαταστάθηκε και η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου ακυρώθηκε. Στο Βερολίνο αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Βουλγαρίας αλλά όχι τα εδάφη που ανήκαν στην ελληνική Μακεδονία.

Η ματαίωση της Μεγάλης Βουλγαρίας, όξυνε τον βουλγαρικό εθνικισμό. Οι σχέσεις Ελλάδας-Βουλγαρίας κλονίστηκαν ακόμη περισσότερο μετά την αυθαίρετη κατάληψη της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1885 από τους Βούλγαρους. Ακουλούθως, το 1893 θα ιδρυθεί στη Ρέσνα, βορείως της Μεγάλης Πρέσπας, η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ). Τα μέλη της ονομάζονταν «σεντραλιστές»[2] και στόχευαν στην αυτονομία της Μακεδονίας, με σκοπό μελλοντικά να ενωθεί με την Βουλγαρία. Βασικό σύνθημα των σεντραλιστών ήταν: «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες». Ο Πρόεδρός της Χρήστο Τατάρτσεφ έγραφε στα απομνημονεύματά του: «Συζητήσαμε επι μακρόν σχετικά με το σκοπό της Οργάνωσης και επιτέλους καταλήξαμε στην αυτονομία της Μακεδονίας με προτεραιότητα στο βουλγαρικό στοιχείο. Δεν μπορούσαμε να αποδεχτούμε την θέση για «άμεση προσάρτηση στην Βουλγαρία» γιατί διαβλέπαμε ότι θα αντιμετώπιζε μεγάλες δυσκολίες, λόγω της αντιπαράθεσης των Μεγάλων Δυνάμεων και των διεκδικήσεων των μικρότερων γειτονικών χωρών αλλά και της Τουρκίας. Σκεφτήκαμε πως μία αυτόνομη Μακεδονία θα μπορούσε ευκολότερα να ενωθεί στην συνέχεια με την Βουλγαρία, και στην χειρότερη περίπτωση, θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο ενός ενοποιητικού συνδέσμου μιάς ομοσπονδίας βαλκανικών λαών».

Τον επόμενο χρόνο, ιδρύθηκε στη Σόφια η Ανώτατη Μακεδονική Επιτροπή ή Βερχόβεν Κομιτέτ. Γενικός επιθεωρητής της οργάνωσης ήταν ο Στρατηγός Ιβάν Τσόντσεφ, στενός συνεργάτης του Βασιλιά της Βουλγαρίας Φερδινάνδου. Σκοπός των «βερχοβιστών» ήταν η άμεση προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Οι δύο οργανώσεις, αν και ουσιαστικά είχαν τον ίδιο στόχο, με τον καιρό οδηγήθηκαν σε εμφύλιες συγκρούσεις εξαιτίας διαφορετικών ιδεολογιών και προσωπικών αντιζηλιών των ηγετών τους. Ωστόσο αμφότερες στράφηκαν κατά των Ελλήνων της Μακεδονίας. Ιδίως, μετά τον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, οι Βούλγαροι ενέτειναν τις προσπάθειές τους να επιτύχουν τον εκβουλγαρισμό των σλαβόφωνων Ελλήνων της Κεντρικής Μακεδονίας. Βούλγαροι και Ρώσοι αξιωματικοί τέθηκαν επικεφαλής των κομιτατζήδων και επέδραμαν ανενόχλητοι στη Μακεδονία. Όσοι χωρικοί δέχονταν να εγκαταλείψουν το Πατριαρχείο και να ενταχθούν στην Εξαρχία, γλίτωναν από την τρομοκρατία των Βουλγάρων. Το ελληνικό κράτος αδρανούσε, και φοβικό καθώς ήταν, βασιζόταν στην καλή διάθεση της Τουρκίας! Είναι ενδεικτικό, πως από το 1897 μέχρι το 1903, άλλαξαν διαδοχικά 5 κυβερνήσεις. Καμία δε διαφοροποίησε αυτή την παθητική στάση. Ήταν τέτοια η κατάσταση, που οι Βούλγαροι προμηθεύονταν όπλα μέσα από την Αθήνα και τα μετέφεραν στη Μακεδονία.

Ωστόσο, η αφύπνιση της Ελλάδας ξεκίνησε μετά την εξέγερση του Ίλιντεν, που πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιουλίου 1903. Αποτέλεσε τη δεύτερη προσπάθεια των Βουλγάρων να εξεγερθούν∙ είχε προηγηθεί το φθινόπωρο του 1902 αντίστοιχη ενέργεια στην Ανατολική Μακεδονία που απέτυχε. Αυτή τη φορά, οι προετοιμασίες ξεκίνησαν από τον Απρίλιο του 1903 και καθοδηγούνταν ολοκληρωτικά από τη Σόφια. Στόχος των Βουλγάρων ήταν μέσα από το Ίλιντεν να αποκτήσουν προβάδισμα στη διεκδίκηση της Μακεδονίας. Υποκινητές ήταν οι Σαράφωφ και Γκρούεφ. Εάν η εξέγερση κατά των Τούρκων, που βασιζόταν στη μαζική συμμετοχή του αγροτικού πληθυσμού, πετύχαινε οι Βούλγαροι κομιτατζήδες θα παρουσιάζονταν ως ελευθερωτές, ενώ εάν αποτύγχανε, τα αντίποινα των Τούρκων θα στρέφονταν κυρίως κατά των ελληνικών πληθυσμών. Οι Βούλγαροι σε προπαγανδιστικές περιοδείες τους τόνιζαν ότι η εξέγερση ήταν αντιτουρκική και όχι φιλοβουλγαρική, γιατί η πλειοψηφία των αγροτικών πληθυσμών ήταν Έλληνες πατριαρχικοί. Παράλληλα, προσπαθούσαν να πείσουν τους κατοίκους να συμμετέχουν στην εξέγερση για να ελευθερωθούν και να απαλλαχθούν από τη φορολογία των Οθωμανών. Οι περισσότεροι εξαναγκάστηκαν να λάβουν μέρος, αν και υπήρξαν και ελληνικά σώματα που συνειδητά συμμετείχαν στην εξέγερση, όπως των σλαβόφωνων οπλαρχηγών Καπετάν Κώττα, Παύλου Κύρου κ.ά. Αργότερα, όταν αντιλήφθηκαν τον ρόλο των Βούλγαρων, εξελίχθηκαν σε φανατικούς διώκτες των κομιτατζήδων. Το Ίλιντεν απέτυχε γιατί δεν ήταν μια αυθόρμητη εξέγερση των καταπιεσμένων κατοίκων, όπως θέλησαν οι Βούλγαροι να το παρουσιάσουν, αλλά μια δική τους προσπάθεια να αποκτήσουν πλεονέκτημα για τη διεκδίκηση της Μακεδονίας. Παρ’ όλα αυτά, η εξέγερση στο Ίλιντεν αποτέλεσε το προοίμιο του Μακεδονικού Αγώνα. Ο Ελληνισμός αφυπνίστηκε και αμύνθηκε στη συντονισμένη προσπάθεια εκσλαβισμού του. Πρωτεργάτης του συντονισμού του ένοπλου αγώνα στη Μακεδονία θεωρείται δικαίως ο Παύλος Μελάς.


Ο Μελάς, ο Καραβαγγέλης και η Αθήνα


Όταν ο Μελάς ανέβαινε για πρώτη φορά στη Μακεδονία, τον Φεβρουάριο του 1904, η κατάσταση στην περιοχή ήταν τεταμένη. Τα τελευταία τρία χρόνια, ο Ελληνισμός της Μακεδονίας πάλευε μόνος και βασιζόταν στους ντόπιους οπλαρχηγούς, στους ηρωϊκούς Μητροπολίτες που είχε διορίσει ο νέος Πατριάρχης Ιωακείμ Γ’, όπως ο Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά, ο Χρυσόστομος στη Δράμα[1] και πολλοί άλλοι, καθώς και στους Πρόξενους της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη (Λάμπρος Κορομηλάς) και στο Μοναστήρι (Ίων Δραγούμης). Το επίσημο ελληνικό κράτος αδρανούσε επικίνδυνα. Ο Καραβαγγέλης γράφει στα απομνημονεύματά του σε τι κατάσταση ήταν η Καστοριά και η περιφέρειά της όταν ο ίδιος έγινε εκεί Μητροπολίτης: «Όταν έφθασα εκεί, βρήκα τον τόπο σε άθλια κατάστασι. Ο πόλεμος του ’97 ήταν ακόμα πρόσφατος, Οι Τούρκοι από μίσος για την Ελλάδα υπεστήριζαν τας εξαρχικάς αξιώσεις, οι Βούλγαροι επωφελούντο της ψυχολογικής καταστάσεως και ήταν κύριοι του τόπου. [...] Το Βουλγαρικό Κομιτάτο εκτελώντας το ανθελληνικό του σχέδιο άρχισε να ρίχνη τον ένα ύστερα από τον άλλο τους στύλους των ελληνικών κοινοτήτων, για να εμπνεύση τον πανικό και να υποτάξη τον πληθυσμό στη βουλγαρική Εξαρχία. Το ελληνικό αίμα άρχισε να βάφη τη γη της Μακεδονίας. Τα σλαβόφωνα χωριά μπρος στο τραγικό δίλημμα «Εξαρχία ή θάνατος» αποσκιρτούσαν στην Εξαρχία, [...]». Αυτή η κατάσταση ήταν γενική σε όλη τη Μακεδονία. Ο Καραβαγγέλης έστελνε επίσημες εκθέσεις στην κυβέρνηση αλλά απαντήσεις δε λάμβανε. Τότε αποφάσισε να ενεργήσει μόνος. Ξεκίνησε να αλληλογραφεί με το ψευδώνυμο Κώστας Γεωργίου, για λόγους ασφαλείας, με αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού, όπως ο Μελάς, ο Τσόντος, ο Δαγκλής και άλλους. Σε σχετική αλληλογραφία με τον Μελά, του έγραφε ο Έλληνας αξιωματικός:  «Διάβασα την έκθεσή σου στο υπουργείο. Μα εδώ κοιμούνται». Οι επαφές ήταν συνεχείς και το θέρος του 1903, ο Μητροπολίτης Καστοριάς ζητά από τον Μελά να του στείλει εθελοντές για να στελεχώσουν τα ένοπλα σώματα που είχε δημιουργήσει. Ο Μελάς του έγραφε: «[...] Οι ένδεκα Κρήτες ους σας στέλλομεν, είνε τέλειοι τύποι πολεμιστών. Γενναίοι, ευφυείς, τολμηροί, αποφασιστικοί, φιλόδοξοι και έχοντες ανεπτυγμένον το εθνικό αίσθημα, είμαι βέβαιος ότι θα ενισχύσωσι καταπληκτικώς τον αγώνα σας. [...]».

Το ελλαδικό κράτος αποφάσισε να δραστηριοποιηθεί μόνο μετά την εξέγερση του Ίλιντεν και τη στοχευμένη προπαγάνδα των Βουλγάρων από το εξωτερικό. Συγκεκριμένα ίδρυσαν στο Λονδίνο το «Βαλκανικό Κομιτάτο», που ήταν ουσιαστικά βουλγαρικό. Έκανε ωμή προπαγάνδα, την οποία συντόνιζαν Άγγλοι δημοσιογράφοι. Μάλιστα έκαναν προσωπική επίθεση στον Καραβαγγέλη αντιστρέφοντας συνήθως τα γεγονότα στη Μακεδονία. Οι δολοφονίες Ελλήνων όχι απλώς συνεχίζονταν αλλά και αυξάνονταν. Τότε η Αθήνα αποφάσισε να στείλει στα βουνά της Μακεδονίας τέσσερις αξιωματικούς για να δουν αν όσα ενημέρωνε ο Καραβαγγέλης ίσχυαν ή όχι. Ο Μελάς, ο Κολοκοτρώνης, ο Παπούλας και ο Κοντούλης ήταν η πρώτη αποστολή. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο Μελάς και ο Κοντούλης εισηγήθηκαν την άμεση ενίσχυση του Καραβαγγέλη και όλων όσων εργάζονταν στην κατεχόμενη Μακεδονία. Οι άλλοι δύο διαφώνησαν αλλά, εν τέλει, η κυβέρνηση έστειλε τον Μελά με λίγους άνδρες στην Καστοριά. Ο Μελάς ανέβηκε μόνιμα στη Μακεδονία τον Αύγουστο του 1904. Όπως προαναφέραμε είχε κάνει τη πρώτη του επίσκεψη λίγους μήνες πριν, τον Φεβρουάριο, αλλά ελέω διαταγών είχε επιστρέψει στην Αθήνα. Η ανάκλησή του είχε να κάνει με τις υποψίες των Τούρκων που είχαν πληροφορηθεί την παρουσία του στην περιοχή. Η δεύτερη έγινε τον Ιούνιο για 20 μόλις μέρες και με προσωπική του πρωτοβουλία, αφού προηγουμένως είχε λάβει άδεια από τον Ελληνικό Στρατό. Η επίσκεψή του αυτή τον έπεισε απόλυτα ότι έπρεπε να σταλούν οπωσδήποτε ένοπλα σώματα για υπεράσπιση του ελληνικού πληθυσμού. Η έλευσή του στη Μακεδονία ήταν συνειδητή επιλογή, όπως ο ίδιος έγραφε, στη σύζυγό του Ναταλία Μελά, την ημέρα εκείνη της πρώτης αποστολής του, στις 24 Φεβρουαρίου: «Σήμερον επιτέλους εκπληρούται ο πόθος μου». Ποιος ήταν όμως ο Μελάς;

Γεννήθηκε το 1870 στη Μασσαλία, έχοντας καταγωγή από τα Γιάννενα και την Κεφαλλονιά. Πρόγονοί του συμμετείχαν στο κίνημα του Μητροπολίτη Λαρίσης και Τρίκης Διονυσίου Φιλοσόφου που ξέσπασε το 1611. Οι Μελάδες έμεναν κατά τη διάρκεια όλης της Τουρκοκρατίας στο Κάστρο των Ιωαννίνων, μετά όμως από την καταστολή της επανάστασης και τα βασανιστήρια του Διονυσίου, διασκορπίστηκαν στη Ρωσία, στη δυτική Ευρώπη και σε άλλες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το 1874 ο Μιχαήλ Μελάς, πατέρας του Παύλου, επιστρέφει μαζί με την οικογένειά του στην Ελλάδα και εγκαθίστανται στην Αθήνα. Ο Παύλος μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο δίνει εξετάσεις στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1886. Όπως έγραψε και ο ίδιος η επιλογή του αυτή, είχε να κάνει με την προσφορά του στην πατρίδα. Αποφοιτά από την Σχολή το 1891 με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού Πυροβολικού. Παράλληλα, θα νυμφευθεί τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη του Στέφανου Δραγούμη και αδερφή του Ίωνα, με καταγωγή από το Βογατσικό Καστοριάς. Θα αποκτήσουν δύο παιδιά, τον Μιχαήλ και τη Ζωή.

Το 1894 ιδρύεται η μυστική Εθνική Εταιρεία, στην ίδρυση της οποίας πρωτοστατεί ο Μελάς καθώς και άλλοι αξιωματικοί που είχαν φτάσει μέχρι τον βαθμό του Λοχαγού. Σκοπός των μυημένων ήταν η προάσπιση των συμφερόντων του Έθνους και η ένταξη σ’ αυτό, όλων των αλύτρωτων και υποδουλωμένων πατρίδων. Για να επιτευχθεί ο στόχος έπρεπε αρχικά να δυναμώσει η εθνική συνείδηση. Το Καταστατικό της Εταιρείας κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά, το 1895 και ως σκοπό της όριζε: «Άρθρον 1ον. Συνίσταται Εταιρία εδρεύουσα εν Αθήναις και σκοπόν έχουσα την αναζωπύρωσιν του Εθνικού φρονήματος, την επαγρύπνησιν επί των συμφερόντων των δούλων Ελλήνων και την προπαρασκευήν της απελευθερώσεως αυτών διά πάσης θυσίας». Τον επόμενο χρόνο, η Εταιρεία είχε αναπτυχθεί σημαντικά φτάνοντας στα 3.185 ενεργά μέλη τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδος.

Στα τέλη Ιανουαρίου του 1897, στην Κρήτη, η επαναστατική κυβέρνηση κήρυξε την ένωση με την Ελλάδα. Ο πόλεμος με την Τουρκία κηρύχθηκε άμεσα. Η μονάδα του Παύλου Μελά έφυγε για τη Λάρισα. Ο ίδιος έγραφε στη γυναίκα του πως σκοτώθηκε σε μάχη ο μοναχογιός του Ταγματάρχη Τριγγέτα: «Όλοι μας ποθούμεν και ζηλεύομεν ένα τέτοιο τέλος. Ο Τριγγέτας ήτο το μόνο παιδί του ταγματάρχου Τάκη Τριγγέτα, αλλά δεν πειράζει∙ παρά να ζήση με τας απογοητεύσεις του βίου και ίσως ίσως ν’ αποθάνη από καμμιά παλιοασθένεια, ας αποθάνη διά την πατρίδα του. Ημείς εδώ βράζομεν σιωπώντες∙ να είσθε βέβαιοι ότι τοιαύτη είναι η μανία μας από του πρώτου έως του τελευταίου, ώστε όταν δοθή το σημείον θα χυμίξωμεν κυριολεκτικώς εις την Μακεδονίαν και θα την πάρωμεν». Οι εξελίξεις στο μέτωπο όμως δεν είναι ενθαρρυντικές για τον Ελληνικό Στρατό. Τον Απρίλιο του 1897, οι τουρκικές δυνάμεις θα καταδιώξουν τις ελληνικές, οι οποίες θα υποχωρήσουν άτακτα ελέω πανικού. Ο Μελάς απογοητευμένος από τις εξελίξεις θα γράψει στη σύζυγό του: «Ίσως σας ιδώ γρήγορα, διότι δυστυχώς δεν ελπίζω να παρουσιασθή ευκαιρία να σκοτωθούμε». Η θυσία προς την πατρίδα, που συνεχώς επιζητούσε, θα αργήσει 7 χρόνια.


Η Έξοδος στη Μακεδονία


Ανεβαίνει οριστικά στη Μακεδονία τον Αύγουστο του 1904 ως Αρχηγός Σωμάτων Μοναστηρίου-Καστοριάς, με εντολή του Μακεδονικού Κομιτάτου. Έγραφε στη σύζυγό του πως στόχος του ήταν να πείσει την Κυβέρνηση και την κοινή γνώμη για τη Μακεδονία. Η ένοπλη δύναμη που διοικεί αποτελείται από 30 άνδρες. Τρεις οδηγοί που γνώριζαν τα μέρη θα καθοδηγούσαν τη δύναμη του Μελά. Ένας εξ αυτών, ο Αθανάσιος Βάγιας, κρυφά εγκατέλειψε τη δύναμη του Μελά και φτάνοντας στα Γρεβενά ειδοποίησε τους Τούρκους. Ο Μελάς εξοργισμένος έγραψε στο ημερολόγιό του: «Αν ποτέ τον απαντήσω θα μου πληρώσει την άτιμον αυτήν προδοσίαν». Το γεγονός αυτό δυσκόλεψε τις κινήσεις του σώματός του, το οποίο μετά από πορεία έντεκα ημερών έφτασε τη νύχτα της 7ης Σεπτεμβρίου στο Άργος Ορεστικό και άμεσα εισήλθε στο Κωσταράζι. Αφού διέμειναν στο χωριό για ξεκούραση και δέχθηκαν τη βοήθεια του Μητροπολίτη Καστοριάς Καραβαγγέλη, κατευθύνθηκαν στο Βογατσικό και ενημερώθηκαν για τις ωμότητες των κομιτατζήδων. Ο Μελάς, αν και δεν ενέκρινε σκληρά αντίποινα, έδρασε αποφασιστικά. Στις 17 Σεπτεμβρίου εισέρχεται στην Πρεκοπάνα, όπου ενήμερος για τη δράση του Βούλγαρου δασκάλου και του εξαρχικού ιερέα, που ήταν υπεύθυνοι για τις δολοφονίες Ελλήνων κατοίκων, τους εκτελεί παραδειγματικά. Αντιθέτως, στους ντόπιους μίλησε στοργικά και τους τόνισε την ελληνική καταγωγή τους αλλά και το ότι ανήκαν στο Πατριαρχείο, από το οποίο με τη βία των Βουλγάρων αποσπάστηκαν. Δύο μέρες πριν, έγραφε στο ημερολόγιό του: «Διαρκώς ερωτούσα τον εαυτό μου εάν είχα το δικαίωμα εγώ να συλλάβω οιονδήποτε άνθρωπο, οσονδήποτε κακούργος και αν είναι, να τον τραβήξω από την οικογένειάν του και να τον φονεύσω. Και διαρκώς απαντούσα όχι, όχι... Εγώ όμως ουδέν άλλον στήριγμα, πλην της προς την πατρίδα και το έθνος μου αγάπης έχω. Μα την αλήθειαν πολύ θα τα αγαπώ και τα δύο, διότι καίτοι υποφέρω, καίτοι κλαίω, θ’ αφήσω να γίνη εκείνο, που απεφασίσθη [...]».

Χαρακτηριστική ήταν και η στάση του απέναντι στους δολοφόνους του ιερέα του Στρεμπένου. Το πρωτοπαλίκαρο του Μελά, ο Λάκης Πύρζας, ζητούσε από τον αρχηγό του να τους εκτελέσει. Ο ίδιος προτίμησε να τους δικάσει. Περιέγραψε το περιστατικό στη σύζυγό του:  «[...] Αποφασίζω λοιπόν να εισέλθω εις το σπίτι ενός καλού χωρικού και εκεί στήνω το δικαστήριόν μου. Φέρω τους κατηγορουμένους ενώπιόν μου, ως και ολόκληρον την δημογεροντίαν. Ομι­λώ προς τους δημογέροντας με γλυκύτητα και ως χριστιανός, περί θρησκείας, περί Πατριάρχου, περί Πατρίδος, περί Ελλάδος, περί τυραννίας των Βουλγάρων δολοφόνων, περί χιλίων πραγμάτων, αποκαλών αυτούς αδελφούς. [...] Κατόπιν ήλλαξα αιφνιδίως και τόνον και όψιν και μέ πάθος φοβερόν καί ειλικρινές, απετάθην προς τους δύο καταδίκους. Ό,τι ήτο δυνατόν δια να τους κάμω να τρέμουν και να φοβούνται, τους το είπα. Τους εδήλωσα ότι ήσαν καταδικασμένοι εις θάνατον δι’ όλα τα κακουργήματα που διέπραξαν ή συνετέλεσαν να γίνουν, ότι επρόκειτο απόψε να διατάξω να εκτε­λεσθή η ποινή των, αλλ’ ότι την ανέστειλα μόνον δια να τους δώσω καιρόν να μετανοήσουν. [...]». Και πράγματι μετανόησαν και επέστρεψαν ειλικρινώς στο Πατριαρχείο. Το σώμα του, σταδιακά, έφτασε τους 50 άνδρες και ο ίδιος συνέχιζε να οργανώνει την άμυνα των χωριών έναντι των κομιτατζήδων. Έκλεινε τα σχολεία και τις εκκλησίες που με τη βία είχαν ανοίξει και συγκροτούσε τοπικές ένοπλες ομάδες. Έτσι, οργάνωσε την περιοχή ανατολικά του όρους Βιτσίου. Ακολούθως στόχευε να οργανώσει την ελληνική αντίσταση στο Μοναστήρι και τις γύρω περιοχές. Για τον λόγο αυτό, ειδοποίησε το σώμα Καούδη-Κύρου να συναντηθούν στη Στάτιστα. Παράλληλα, αλληλογραφούσε με οικεία πρόσωπα και εξέφραζε τα συναισθήματά του. Στην αδελφή της συζύγου του έγραφε χαρακτηριστικά: «[...] εδώ με κρατεί επί πλέον το καθήκον και προ πάντων αι υποχρεώσεις ας ανέλαβα. Αισθάνομαι ότι θυσιάζομαι, αλλά τουλάχιστον θα κατορθώσω τίποτε; Ή θα χανδακώσω την ιεράν αυτήν υπόθεσιν; Αισθανόμενος το μέγεθος της ευθύνης, πότε τρέμω και πότε ενθουσιώ. [...]».

 

Το τέλος του Μελά

 

Στις 12 Οκτωβρίου 1904, υπό καταρρακτώδη βροχή, το ένοπλο σώμα του Μελά διανυκτερεύει στο χωριό ενώ περίμενε να συναντηθεί με τις δυνάμεις των Καούδη-Κύρου. Την τροφή και τον χώρο ξεκούρασης των ανδρών ανέλαβε με προθυμία ο πρόκριτος του χωριού Ντίνας ή Κωνσταντίνος Στεργίου, που ανήκε στο σώμα των Καούδη-Κύρου, ενώ δύο μήνες πριν ανήκε στο ένοπλο σώμα του αρχικομιτατζή Μήτρου Βλάχου. Ο Λάκης Πύρζας προσπάθησε ανεπιτυχώς να πείσει τον Μελά να μη δεχθεί διανυκτέρευση μέσα στο χωριό. Στη Στάτιστα υπήρχε οργανωμένος πυρήνας των Βουλγάρων που πρόδωσε στους Τούρκους την πληροφορία πως ο Μελάς με τους άνδρες του βρισκόταν στο χωριό. Χωρικοί ενημέρωσαν τον Μελά, πως οι Τούρκοι έστελναν δύναμη προς τη Στάτιστα. Ο ίδιος έδωσε εντολή στους άνδρες του να μείνουν κρυμμένοι στα σπίτια που διανυκτέρευαν. Θεωρούσε ότι επρόκειτο για μια τυπική περίπολο που θα περνούσε απλώς από το χωριό.

Οι Τούρκοι, όμως, πλήρως ενημερωμένοι περικυκλώνουν τα σπίτια που είχαν μοιραστεί ο Μελάς και οι άνδρες του. Σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές, οι Βούλγαροι της ΕΜΕΟ, και κατ’ άλλες ο ίδιος ο Μήτρο Βλάχος, είχαν δώσει τις πληροφορίες στους Τούρκους, λέγοντάς τους ψευδώς πως στα σπίτια αυτά κρύβονταν Βούλγαροι κομιτατζήδες.[1] Οι Τούρκοι στρατιώτες άρχισαν να κτυπούν με τους υποκόπανους τις πόρτες των σπιτιών και να ζητούν να ανοίξουν οι ένοικοι ειδάλλως θα πυρπολούσαν το κτήριο. Ο Μελάς έδωσε εντολή να ανοίξουν πυρ οι άνδρες του. Ο ίδιος με έναν από αυτούς κατέβηκε από τον δεύτερο όροφο του σπιτιού που κρυβόταν. Κάποια στιγμή, ο Μελάς βγήκε έξω από το σπίτι και σφαίρα τον κτύπησε στην οσφυική χώρα. Σύρεται εντός του οικήματος και τα λεπτά περνούν. Οι πόνοι γίνονται αφόρητοι και ο Μελάς, σύμφωνα με την μαρτυρία του Λάκη Πύρζα, του παραδίδει τον σταυρό του για να τον δώσει στη γυναίκα του και το τουφέκι του στον γιο του Μιχαήλ. Στη συνέχεια και αφού πονούσε περισσότερο, ζητούσε από τους άνδρες του να τον σκοτώσουν, πράγμα που κανείς δεν μπόρεσε να κάνει, και μετά από τριάντα λεπτά ο απόστολος του Μακεδονικού Ελληνισμού ξεψύχησε. Τα τελευταία λόγια του ήταν: «Βούλγαρος να μην μείνει». Το νέο έπεσε σαν κεραυνός στην Αθήνα. Το τηλεγράφημα του Προξένου στο Μοναστήρι ανέφερε τα εξής: «[...] Παρελθούσαν Τετάρτην, 13 τρέχοντος (Οκτωβρίου) ημετέρων ευρεθέντων εν χωρίω Στάτιστα και περί ώραν 5 μ.μ. ήρξατο πυρός κατά των ημετέρων. Ημέτεροι απήντησαν γενναίως, μετά δίωρον δε ανταλλαγήν πυροβολισμών, απεφάσισαν επιχειρήσωσιν έξοδον. Παύλος Μελάς ώρμησε πρώτος επί κεφαλής αυτών, οπότε σφαίρα τουρκική πλήξασα αυτόν κατά την οσφυικήν χώραν, ετραυμάτισε θανασίμως. Σύντροφοί του τον... εναπέθεσαν παρακειμένω οικίσκω, ένθα, μετά ημισείαν ώραν, διαρκούσης πάντοτε συμπλοκής, εθνικός ήρως ησύχασε [...]».

Οι άνδρες του κατόρθωσαν να διαφύγουν και μετά από περιπέτειες έφτασαν στο Ζέλοβο (σημερινό Ανταρτικό), όπου συναντήθηκαν με το σώμα του Καούδη. Επτά συνελήφθησαν από τους Τούρκους το βράδυ της συμπλοκής στη Στάτιστα, ενώ δύο άνδρες διέφυγαν μεν αλλά μάλλον χάθηκαν και ψήθηκαν ζωντανοί στον κλίβανο από τους κομιτατζήδες. Ήταν ο Λάζος από την Κοζάνη και ο Χαρίσης από το Βελβεντό. Τι απέγινε όμως το σώμα του Μελά; Έπρεπε οπωσδήποτε να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων διότι το γεγονός ότι ήταν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, με στενούς δεσμούς με τα Ανάκτορα, την πολιτική αλλά και την διπλωματική ηγεσία της χώρας, θα μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρά ζητήματα με την Τουρκία, όταν μάλιστα είχαν περάσει μόλις επτά χρόνια από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.

Το άψυχο σώμα του Μελά ενταφιάσθηκε σε ασφαλές σημείο από τους κατοίκους της Στάτιστας. Σύντομα όμως, έφτασε στο Ζέλοβο ο διερμηνέας του Γενικού Προξενείου Μοναστηρίου, Βασίλειος Αγοραστός, για να μεριμνήσει για την ταφή του αρχηγού. Αφού ενημερώθηκε πως οι ντόπιοι είχαν φροντίσει γι’ αυτήν, έστειλε απεσταλμένο να παραλάβει κρυφά το άψυχο σώμα και να το μεταφέρει στο Ζέλοβο. Πράγματι, ο προεστός της Στάτιστας Ντίνας επιχείρησε την εκταφή του Μελά, αλλά τη στιγμή εκείνη τουρκικό απόσπασμα εμφανίστηκε στο χωριό. Για να μην πέσει το σώμα στα χέρια των Τούρκων, ο Ντίνας βιαστικά αναγκάζεται να αποκεφαλίσει τον αρχηγό του ενώ θάβει το ακέφαλο σώμα στο ίδιο σημείο. Το κεφάλι θάφτηκε τα μεσάνυχτα της 18ης Οκτωβρίου στο Πισοδέρι της Φλώρινας, κάτω από την Αγία Τράπεζα του Ιερού Ναού της Αγίας Παρασκευής. Την εξόδιο ακολουθία τέλεσε ο ιερέας Σταύρος Τσάμης. Από αναφορά του Αγοραστού, με ημερομηνία 20 Οκτωβρίου 1904, έχουμε λεπτομέρειες για το γεγονός: «Παρεσκευάσαμεν ακολούθως τα διά την κηδείαν χρειώδη, κατεσκευάσαμεν κιβώτιον, επρομηθεύθημεν σάβανον εξ εκείνων του Παναγίου Τάφου, ειδοποιήθη ο ιερεύς Παπά Σταύρος, και, όταν ήδη ήσαν τα πάντα έτοιμα, εξεκινήσαμεν εν τω σκότει φέροντες μεθ’ ημών πάντα τα χρειώδη, εγώ δέ τον σάκκον, τον οποίον εναπέθεσα προ της εικόνος της Μητρός του Χριστού, μέχρις ού εξορυχθή ο ταφίσκος. Εκεί, εν τω ρηθέντι παρεκκλησίω, προς της ωραίας Πύλης, αφ’ ού εξωρύχθη ο ταφίσκος, εκομίσθη το κιβώτιον, εν ώ επιστρώσας το σάβανον έθηκα ιδίαις μου χερσί την τιμίαν κεφαλήν κοσμήσας διά των ανθέων του δάσους της Αγίας Τριάδος. Κατόπιν, ανάψαντες λαμπάδα ηρξάμεθα να ψάλλωμεν εν ολολυγμοίς την νεκρώσιμον ακολουθίαν».

Οι Τούρκοι όργωναν την περιοχή και ζητούσαν πιεστικά να πληροφορηθούν που βρισκόταν θαμμένος ο Μελάς. Πολλοί κάτοικοι της Στάτιστας υπεβλήθησαν σε βασανιστήρια για να ομολογήσουν, δέχθηκαν απειλές εμπρησμού του χωριού τους,  αλλά δεν το έκαναν. Η πληροφορία έφτασε στους Τούρκους από τον ελληνικό Τύπο![1] Επέστρεψαν στο χωριό και βρήκαν το ακέφαλο σώμα του. Αξίζει να επισημανθεί πως οι Τούρκοι δεν γνώριζαν την πραγματική ταυτότητα του Μελά, παρά μόνο ότι το σώμα ανήκε σε κάποιον Μίκη Ζέζα, αρχηγό των Ελλήνων ενόπλων της Μακεδονίας. Και αυτό το πληροφορήθηκαν από επιστολές που βρήκαν πάνω του. Το ακέφαλο σώμα του ηρωϊκού Ανθυπολοχαγού όμως, δεν έμεινε πολύ σε χέρια ξένων. Για αυτό φρόντισε ο Μητροπολίτης Καστοριάς. Με διπλωματικές ενέργειες έπεισε τους Τούρκους να του παραδώσουν το σώμα γιατί σε διαφορετική περίπτωση ίσως ξεσπούσαν ταραχές από την ελληνική κοινότητα της πόλης. Όπως γράφει στα απομνημονεύματά του ο Καραβαγγέλης: «Το μετέφερα αμέσως στο μητροπολιτικό μέγαρο και κείνη τη νύχτα δεν κοιμηθήκαμε διόλου. Το θρηνήσαμε όλη τη νύχτα και την άλλη μέρα πολύ πρωί, όπως είχα υποσχεθή στον καϊμακάμη, το έθαψα με λίγους ανθρώπους της εμπιστοσύνης μου, για να αποφύγω άλλους θορύβους και συγχύσεις του λαού. Τον έθαψα στο νεκροταφείο αντίκρυ από τη Μητρόπολι». Το 1907 με πρωτοβουλία του Καραβαγγέλη, το σώμα και η κεφαλή του Παύλου Μελά ενταφιάστηκαν στο αριστερό κλίτος του Ιερού Ναού Παμμεγίστων Ταξιαρχών, κοντά στον Μητροπολιτικό Ναό της Καστοριάς.

 

Ο θάνατος του Μελά μέσα από τον Τύπο της εποχής

 

Ο Τύπος, όταν έγινε γνωστός ο θάνατος του Μελά, δημοσίευσε με κάθε λεπτομέρεια το γεγονός. Δημοσιεύθηκαν ακόμη και λεπτομέρειες για το πότε και πώς ανέβηκε ο Ανθυπολοχαγός στα βουνά της δυτικής Μακεδονίας. Έτσι, ενημερώθηκαν οι Τούρκοι για την ταυτότητα του αρχηγού των ελληνικών δυνάμεων αλλά παράλληλα, ενημερώθηκε ολόκληρο το Πανελλήνιο για τη θυσία του. Το γεγονός αυτό αναζωπύρωσε περισσότερο την ευαισθησία όλων των Ελλήνων για τη Μακεδονία και συνετάραξε μαζικά τον Ελληνισμό. Παρ’ όλα αυτά, στον Τύπο δημοσιεύθηκαν τα γεγονότα με ορισμένες αντιφατικές λεπομέρειες.

Χαρακτηριστικά, στην εφημερίδα «Εμπρός» της 19ης Οκτωβρίου 1904 διαβάζουμε: «Εγνώσθη χθές εξ επιστολών εκ Μακεδονίας, ότι εις το χωρίον Στάτιστα της επαρχίας Καστορίας, σώμα Ελληνικόν εκ τριάκοντα περίπου ανδρών υπό τον ηρωϊκώτατον οπλαρχηγόν Μίκην Ζέζαν, πολιορκηθέν την νύκτα υπό ισχυρού Τουρκικού σώματος, διά προδοσίας Βουλγάρων του κομιτάτου των οποίων είχε καταστή ο τρόμος καθ’ όλην την επαρχίαν Καστορίας, συνεπλάκη μετ’ αυτού επί δίωρον, αρκετών φονευθέντων αμφοτέρωθεν.

Επειδή όμως κατά την διάρκειαν της συμπλοκής αι Τουρκικαί δυνάμεις ηύξανον ολονέν και επίκειτο κίνδυνος συλλήψεως, ο ατρόμητος Ζέζας προτιμών ένδοξον θάνατον από τοιαύτην επαίσχυντον αιχμαλωσίαν, ετέθη επί κεφαλής των ανδρών και πρώτος αυτός, ανοίγων τον δρόμον, διέσπασε τας Τουρκικάς τάξεις και επροχώρησεν εν μέσω του σκότους, ότε σφαίρα όπλου τον επλήγωσε θανατηφόρως κατά την οσφυακήν χώραν.

Πεσόντα τότε τον μετέφερον οι οπαδοί του είς τι πλησίον ναϊδριον όπου μεθ’ ημίσειαν ώραν απεβίωσεν. Οι μετ’ αυτού Μακεδόνες έλαβον τότε μετά σεβασμού το σακκίδιον, όπερ έφερεν επί του ώμου το περιέχον τα έγγραφά του και τας άλλας αυτού σημειώσεις και διέφυγον ασφαλώς υποστάντες μικράς σχετικώς άλλας απωλείας του αθανάτου αρχηγού των, όστις έπεσεν ενδόξως εις την θέσιν εκείνην και ετάφη την επομένην εν μέσω των θρήνων των πέριξ χωρίων, άτινα εν τω προσώπω αυτού απώλεσαν τον γενναιότερον και ιπποτικώτερον αυτών πρόμαχον εναντίον της Βουλγαρικής ατιμίας. […]».

 Στην εφημερίδα «Σκριπ» της ίδιας ημέρας γράφεται: «[…] Ο καπετάν Ζέζας με τα παλληκάρια του, τριάκοντα περίπου εν όλω, ευρίσκετο προ ημερών εις την περιφέρειαν Μπελκαμένι της επαρχίας Καστορίας. Την παρελθούσαν Τρίτην την νύκτα το σώμα κατελθόν εκ τινός βουνού εισήλθεν εις το χωρίον Σιάτιστα[1], όπου καί διενυκτέρευσεν αφήσαν μόνον καραούλι εις επίκαιρον σημείον. Η επομένη διήλθεν ήσυχος. Τα παλληκάρια και ο αρχηγός των ανεπαύοντο εκ των πολυημέρων μόχθων των σκοπούντες την επομένην ν’ απέλθουν προς καταδίωξιν βουλγαρικής συμμορίας, η οποία, ως είχον πληροφορηθή, επρόκειτο να έλθη προς τα μέρη της Σιατίστης.

Όντως επλησίαζεν ήδη η δείλη της Τετάρτης. Η ώρα ήτο 5 μ.μ., ότε χωρικοί επανερχόμενοι εκ των αγρών των, έσπευσαν δρομαίοι να πληροφορήσουν τον καπετάν Ζέζαν, ότι ισχυρόν τουρκικόν απόσπασμα διαιρεθέν εις τμήματα ήρχετο εξ όλων των διόδων προς το χωρίον. Ο οπλαρχηγός αντιληφθείς αμέσως ότι επροδόθη υπό Βουλγάρων, έσπευσε να εξέλθη του χωρίου, ίνα μή εκθέση τους κατοίκους αυτού εις τους κινδύνους της συμπλοκής. Πρό αυτού ευρέθησαν Τούρκοι στρατιώται. Από όλα τα σημεία επίσης παρετήρησε Τούρκους. Κατέλαβε τότε έν ύψωμα. Οι Τούρκοι επλησίαζον και η κύκλωσις καθίστατο ταχέως στενή. Διέξοδος δεν υπήρχεν. Εν τοσούτω ο καπετάν Ζέζας, ο οποίος πάντοτε απέφευγε τας μετά των στρατιωτών της κυριάρχου επικρατείας συγκρούσεις, διέταξε τους άνδρας του να μη πυροβολήσουν πριν αυτός τους διατάξη.

Τα παλληκάρια έπεσαν πρηνηδόν και ανέμενον τας διαταγάς του καπετάν Ζέζα, ο οποίος παρετήρει την κύκλωσιν, ελπίζων ότι ίσως οι Τούρκοι, ως πολλάκις έπραξαν διά τους κομιτατζήδες, θ’ άφινον διέξοδον τινα εις το σώμα, το οποίον κατόπιν θα το επυροβόλουν φεύγον. Δυστυχώς όμως δεν συνέβη ούτως. Οι Τούρκοι βλέποντες ότι δεν επυροβολούντο επλησίασαν πλειότερον και καταλαβόντες θέσεις καταλλήλους επί των πέριξ λόφων παρετάχθησαν εις μάχην. Και τότε όμως ο Καπετάν Ζέζας είπεν εις τα παλληκάρια του. “Παιδιά εμείς δεν πυροβολήσωμεν ποτέ πρώτοι. Εμείς δεν επήραμε τα τουφέκια κατά των Τούρκων, αλλά κατά των δολοφόνων Βουλγάρων. Μόνον αν ίδωμεν ότι δεν μπορούμε με κανένα άλλον τρόπον να σωθούμε θα προσπαθήσωμε ν’ ανοίξωμεν δρόμον με τα τουφέκια μας”».

Ακολούθως περιγράφεται η συμπλοκή μεταξύ των Τούρκων και του Σώματος του Μελά. Όταν νύχτωσε, σύμφωνα με την περιγραφή της εφημερίδας, ο Μελάς διέταξε τους άνδρες του να ετοιμαστούν για την έξοδό τους δίνοντας λεπτομέρειες που μάλλον δεν στέκουν. Ενδεικτικά, στη δεύτερη σελίδα της εφημερίδας, γράφεται μετά την αντεπίθεση της δύναμης του Μελά: «[...] Ήδη είχον πλησιάσει στήθος προς στήθος τους στρατιώτας εκκενούντες τα περιστροφά τους δεξιόθεν και αριστερόθεν. Ήδη ο καπετάνιος είχεν εισχωρήση εις τας τάξεις των Τούρκων στρατιωτών, οι οποίοι εν συγχύσει εζήτουν διά της λόγχης ν’ ανακόψουν την με τόσην ηρωϊκήν ορμήν επιχειρουμένην έξοδον της ατρομήτου εκείνης δρακός. [...]».   Σχετικά με τον θάνατο του Μελά η εφημερίδα αναφέρει: «Μία σφαίρα τον εύρεν εις την οσφυακήν χώραν και ο γενναίος και πολύτιμος καπετάνιος έπεσε θανατηφόρως τραυματισμένος. […] Ο ηρωϊκός αρχηγός μετά μίαν ώραν εξέπνευσεν».

Ο θάνατος του Μελά αποτέλεσε σημείο τομής για τη συνειδητοποίηση της κρισιμότητας του Αγώνα. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν πένθιμα, οι δάσκαλοι στα σχολεία, την 20η Οκτωβρίου, αφιέρωσαν όλες τις ώρες της διδασκαλίας στο παράδειγμα της αυτοθυσίας του Παύλου Μελά. Το Πανελλήνιο αφυπνίστηκε και ενεργοποιήθηκε για τη σωτηρία της Μακεδονίας. Αξιωματικοί του Στρατού ζητούσαν μαζικά να εκδικηθούν το θάνατό του, μεταβαίνοντας στη Μακεδονία. Τη γενική αρχηγεία του αγώνα ανέλαβε, λίγες ημέρες αργότερα, ο Ανθυπολοχαγός Γεώργιος Κατεχάκης, με το ψευδώνυμο «Καπετάν Ρούβας». Μαζί του ανέβηκαν πολλοί άλλοι αξιόλογοι αξιωματικοί που υπερασπίστηκαν την ελληνικότητα της Μακεδονίας.

 

Η αντιφατικότητα των πηγών και οι εκδοχές του θανάτου του

 

Αναφέραμε παραπάνω την επίσημη εκδοχή του τρόπου με τον οποίο θανατώθηκε ο Μελάς. Η εκδοχή αυτή καταγράφηκε από τη σύζυγό του Ναταλία στο βιβλίο της και βασίστηκε πρωτίστως στην περιγραφή του Πύρζα. Οι μαρτυρίες όμως των -αυτοπτών και μη- μαρτύρων συχνά αυτοαναιρούνται και συγκρούονται. Η αντιφατικότητα αυτή, ίσως, δείχνει προσπάθεια συγκάλυψης κάποιων λεπτομερειών, που αν ισχύουν ενδεχομένως να αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο σκοτώθηκε ο Έλληνας αξιωματικός. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, αυτό δεν αμφισβητεί ούτε στο ελάχιστο τη συνεισφορά και τη θυσία του Μελά. Ας δούμε, όμως, συνοπτικά ορισμένες σημαντικές μαρτυρίες.

Η πρώτη ανήκει στον Βολάνη που δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας αλλά βρισκόταν σε διπλανό σπίτι. Σε σχετική έκθεσή του ανέφερε: «[...]Όταν δε ο Μελάς έμαθεν, ότι τα λοιπά τμήματα εγκατέλειψαν τα καταλύματα των, απεφάσισε να έλθη εις βοήθειάν μου και διέταξε τους περί αυτόν ολίγους άνδρας να εξέλθουν της οικίας. Οι Τούρκοι τον Αρχηγόν μας μόνον επυροβόλη­σαν εναντίον του και τον επλήγωσαν θανασίμως. Ο Αρχηγός μας βαρέως τραυματισμένος, ηναγκάσθη να επιστρέψη πλησίον των ανδρών του μόνος του. Και τότε εν ώ υπέφερε φρικτούς πόνους από το τραύμα του, παρακαλούσε και ικέτευε όπως οι αμαρτολοί του 21 να αποκόψουν την κεφαλήν του, δια να μη πέση ζών εις χείρας των Τούρκων. Όμως κανείς δεν τολμούσε να εισακούση την παράκλησίν του και να την εκτελέση. Ο ηρωϊκός Αρχηγός μας ηναγκάσθη να αυτοκτονήση με το πιστόλιόν του, όπως μαρτυρούσιν οι ίδιοι οι οπαδοί του. [...]».

Σύμφωνα, λοιπόν, με την περιγραφή του Βολάνη, ο Μελάς τραυματίστηκε από τους Τούρκους και αυτοκτόνησε με το πιστόλι του. Ο Λάκης Πύρζας υποστήριξε πως ο Μελάς ζήτησε από τους άντρες του να τον πυροβολήσουν γιατί δεν άντεχε τους πόνους. Αυτοί δεν μπόρεσαν να το κάνουν και έμειναν δίπλα του μέχρι να ξεψυχήσει. Αυτή η μαρτυρία, που υιοθετήθηκε από τη Ναταλία Μελά, προκάλεσε την αντίδραση του αδερφού του Παύλου, Γεωργίου Μελά. Σε επιστολή του ανέφερε μεταξύ άλλων: «[...]Δις είδα τον Πύρζαν και οσάκις έθετα αυτώ το ερώτημα: «Ποίος έθεσε τέρμα εις τα βάσανα του Παύλου», ερυθρίαζε, εφαίνετο προφανώς στενοχωρημένος και απέφευγεν την απάντησιν. Εν τούτοις, άλλος τις εκ των ανδρών του, ού το όνομα μου διαφεύγει, μου είπεν αυτολεξεί: «Αφού κάμποση ώρα ωμίλησεν ο αρχηγός και κάποτε βογγούσεν από τον πόνον ως τον ακούαμεν εκ του παραπλεύρου διαμερίσματος, έξαφνα ακούσαμεν και μία πιστολιά και τότε όλα ησύχασαν». Ποίος ο εκτελέσας το τρομερόν αλλ’ επιβεβλημένον μυστήριον ουδέποτε εμάθομεν. Αλλά διατί να φοβήται να ειπή την αλήθειαν ο εκτελεστής πράξεως σκληράς μέν αλλ’ ιεράς; [...]».

Ίσως ο λόγος που φοβόταν να πει την αλήθεια ο Πύρζας ήταν επειδή ο ίδιος άθελά του τραυμάτισε τον αρχηγό του. Η μαρτυρία αυτή προέρχεται από τον Πέτρο Χατζητάση, αυτόπτη μάρτυρα και συμμαχητή του Μελά. Διατυπώθηκε για δεύτερη φορά το 1927 στο μνημόσυνο του αρχηγού και θεωρείται το πιο αξιόπιστο πρόσωπο που ήταν κοντά στον Μελά. Ο Χατζητάσης ανέφερε: «Ο αρχηγός μας διέταξε να παρακολουθούμε με προσοχή τους Τούρκους, χωρίς να πυροβολήσουμε. Αυτός κατέβηκε στην αυλή, ακολουθούμενος από τον καπετάν Λάκη Πύρζα. Μόλις είχαν πατήσει στό κατώφλι της σκάλας, ένας μόνο πυροβολισμός ακούστηκε κι ένα ώχ! Αμέσως κατεβήκαμε στην αυλή και βλέπουμε τον αρχηγό νεκρό. Τον σηκώσαμε και τον κρύψαμε στον αχερώνα και φύγαμε. Δεύτερος πυροβολισμός δεν ακούστηκε. Ο πυροβολισμός θά ήταν από εκπυρσοκρότηση του όπλου του Λάκη Πύρζα».

Από την άλλη, ο Γεώργιος Τσόντος (Καπετάν Βάρδας), στο ημερολόγιο του στις 17 Ιουλίου 1907 κάνει λόγο για πληροφορίες από τη Στάτιστα που ανέφεραν πως ο αμφιλεγόμενος πρόκριτος του χωριού Ντίνας, είχε αποτελειώσει τον τραυματία Μελά. Ο Ντίνας εγκατέλειψε την περιοχή το 1905 και μετανάστευσε μόνιμα στην Αμερική. Από τις μαρτυρίες αυτές μπορούμε να αντιληφθούμε την πολυπλοκότητα του ζητήματος. Εν κατακλείδι, είτε ο Μελάς τραυματίστηκε στην οσφυική χώρα από πυρά των Τούρκων, είτε από εκπυρσοκρότηση του όπλου συμμαχητή του, είτε τραυματισμένος αυτοκτόνησε για να λυτρωθεί, είτε δέχθηκε τη χαριστική βολή από συμμαχητή του για τον ίδιο λόγο, ήταν και είναι το σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.

 

 Βιβλιογραφία

 

Αρχεία Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Ο Μακεδονικός Αγώνας και τα Γεγονότα στη Θράκη, εκδόσεις Γενικό Επιτελείου Στρατού, Αθήνα 1998.

Αβτζιγιάννης, Κ.Ε., Ο Μακεδονικός Αγώνας 1903-1904, τόμος 1ος, Πολεμική Ιστορία του Έθνους-Πήγασος Εκδοτική, [χ.χ.].   

Αθανασόπουλος, Ι.Β., Ο Χρυσόστομος στον Μακεδονικό Αγώνα, https://istorikaxronika.com/2020/05/04, (ημερομηνία ανάκτησης: 20 Μαίου 2022).

Βακαλόπουλος, Κ., Το Μακεδονικό ζήτημα 1856-1913, εκδόσεις Παρατηρητής, Αθήνα 1993.

Γούναρης, Β.Κ., «Το μοιραίο δεκαήμερο. Παύλος Μελάς. Ένας αιώνας μνήμης», στο ένθετο Επτά Ημέρες, εφημ. Καθημερινή, Αθήνα, 17.10.2004.

Καραβαγγέλης, Γ. Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγών, εκδόσεις Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 1980.

Μαστέλλου-Γιαννάκενα, Ελίνα, Παύλος Μελάς και Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908). Ο σκοπός και οι ήρωές του, εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2018.

Μελά, Ναταλία Π., Παύλος Μελάς, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1998.

Μέρτζος, Ν.Ι., Εμείς οι Μακεδόνες, εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 1992.

Πικραμένου, Μίτση Σκ., «Έμεινα εκεί εκτελών το προς την πατρίδα καθήκον!» Η βιογραφία του Παύλου Μελά, 2η έκδοση συμπλ. και αναθ., εκδόσεις Πικραμένος, Πάτρα 2015.

Τσιρκινίδης, Χ., Σύννεφα στη Μακεδονία... το Μακεδονικό μέσα από τα Γαλλικά Αρχεία, 4η έκδοση, εκδόσεις Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2002.

 

Εφημερίδες

 

ΕΜΠΡΟΣ, 19.10.1904

ΣΚΡΙΠ, 19.10.1904

ΣΚΡΙΠ, 22.10.1904



Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία των εκδόσεων Γκοβόστη (τεύχος 304, Δεκέμβριος 2022, σ.σ. 36-53).



[1] Σημείωση γράφοντος: το σωστό Στάτιστα.



[1] Στις 5 Νοεμβρίου 1904, ο Munir Pacha σε επιστολή του προς τον Γάλλο Υπουργό Εξωτερικών ανέφερε πως ο ελληνικός Τύπος παρουσίασε πορτραίτο του «ληστή» Μελά, που διοικούσε τις ελληνικές «επαναστατικές συμμορίες» στη Μακεδονία.



[1] Υπάρχει ωστόσο και η μαρτυρία του Γερμανού Καραβαγγέλη, πως ο προδότης, που ενεργούσε κατ’ όνομα του Μήτρου Βλάχου, ήταν Έλληνας και λεγόταν Κωνσταντίνος.




[1] Για την δράση του Μητροπολίτη Χρυσόστομου στον Μακεδονικό Αγώνα βλέπε Ιωάννης Β. Αθανασόπουλος, Ο Χρυσόστομος στον Μακεδονικό Αγώνα, https://istorikaxronika.com/2020/05/04, (ημερομηνία ανάκτησης: 20 Μαίου 2022.)



[1] Ο Πανσλαβισμός απέβλεπε στην ένωση όλων των σλαβικών φυλών, υπό την αιγίδα της Ρωσίας, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής της.

[2] Από το όνομα της Κεντρικής Επιτροπής της ΕΜΕΟ, Σεντράλεν Κομιτέτ.


Σχόλια