Ο Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908) απετέλεσε
την ύστατη προσπάθεια του ελληνισμού να προστατεύσει την υπό οθωμανική κατοχή
Μακεδονία από τα σχέδια προσεταιρισμού της Βουλγαρίας και, γενικότερα, του
Πανσλαβισμού. Η υπερίσχυση των Ελλήνων και του αγώνα τους συνέπεσε με την
επανάσταση των Νεότουρκων, το 1908. Το κίνημα εκδηλώθηκε στη Θεσσαλονίκη και το
Μοναστήρι και οδήγησε ουσιαστικά στην κατάπαυση του Μακεδονικού Αγώνα. Κύρια
συνθήματα των Νεότουρκων ήταν η ισονομία και η ισοπολιτεία όλων των εθνών και
υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι διακηρύξεις αυτές έγιναν πιστευτές από
τους Βαλκάνιους υποτελείς και στήριξαν τους κινηματίες. Η παραχωρούμενη γενική
αμνηστία οδήγησε στην κατάπαυση του ένοπλου αγώνα Ελλήνων και Βούλγαρων.
Ωστόσο, σύντομα αποκαλύφθηκαν οι πραγματικοί σκοποί των Νεότουρκων μέσα από την
πολιτική τους, οι οποίοι βασίζονταν στην καταπίεση των χριστιανικών πληθυσμών
και στις εθνικές εκκαθαρίσεις.
Τον 19ο αιώνα, η Μακεδονία οριζόταν
γεωγραφικά από τα βιλαέτια του Μοναστηρίου, της Θεσσαλονίκης και των
Σκοπίων-Κοσσόβου. Οι πληθυσμοί ήταν αναμεμειγμένοι: Έλληνες, Σέρβοι, Εβραίοι,
Αλβανοί και σλαβόφωνοι με καθορισμένη ή ακαθόριστη εθνική συνείδηση. Μετά τη
λήξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1877-1878), υπογράφθηκε μεταξύ Ρωσίας και
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη,
στις 3 Μαρτίου του 1878, η οποίαόριζε, μεταξύ άλλων, πως τα εδάφη από την
Καστοριά μέχρι και την περιοχή της Καβάλας θα περνούσαν υπό τον έλεγχο και την
κατοχή της Βουλγαρίας. Εμπνευστής και ηθικός αυτουργός της συνθήκηςήταν ο Ρώσος
διπλωμάτης Νικολάι Ιγνάντιεφ, ο οποίος, μέσω αυτής, κατόρθωσε να πραγματοποιήσει
την ένωση όλων των σλαβικών φυλών, υπό την αιγίδα της Ρωσίας. Η ένωση
ονομάστηκε Πανσλαβισμός και η ιδεολογία αυτή εξυπηρετούσε τους στόχους της
ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Αρχή της πραγμάτωσης του Πανσλαβισμού θεωρείται η
ίδρυση της Εξαρχίας, της ανεξάρτητης από το ελληνικό Οικουμενικό Πατριαρχείο
της Κωνσταντινούπολης βουλγαρικής εκκλησίας, το 1870.
Ο ελληνισμός της
Μακεδονίας αντέδρασε άμεσα και αποφασιστικά. Ιδρύθηκαν επαναστατικές κυβερνήσεις
στο Λιτόχωρο και την Κοζάνη από ντόπιους ιερείς και οπλαρχηγούς, έχοντας ως
μοναδικό σκοπό την ένωση της Μακεδονίας με την Ελλάδα. Το όραμα της Μεγάλης
Βουλγαρίας, ωστόσο, που προσωρινά πραγματώθηκε με τη Συνθήκη του Αγίου
Στεφάνου, έμεινε ανεκπλήρωτο, καθώς λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1878,
υπογράφηκε νέα συνθήκη,η οποία ακύρωνε την προηγούμενη. Στη Συνθήκη του
Βερολίνου αποφασίσθηκε η ανεξαρτησία μιας μικρής αυτόνομης Βουλγαρίας. Τα νέα
δεδομένα ματαίωναν το όνειρο των σλαβικών φυλών για έξοδο στο Αιγαίο. Οι
Βούλγαροι, όμως, δεν πτοήθηκαν και συνέχιζαν την προσπάθειά τους προκειμένου να
επιβληθούν στους πληθυσμούς της Μακεδονίας. Στο στόχαστρό τους βρέθηκαν
πρωτίστως οι σλαβόφωνοι Έλληνες,οι οποίοι αποκαλούνταν απαξιωτικά
«γραικομάνοι». Το σύνθημα «θάνατος στους γραικομάνους» υποδήλωνε την πολιτική
που εφάρμοζαν οι κομιτατζήδες. Μάλιστα, είχαν εγκαταστήσει παντού δίκτυο
κατασκόπων και παρακολουθούσαν τις κινήσεις και τις επαφές τους. Στο πλαίσιο
αυτό, ιδρύθηκε, το 1893, η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ) –τα
μέλη της οποίας ονομάσθηκαν «σεντραλιστές» από την ονομασία της Κεντρικής
Επιτροπής «Σεντράλεν Κομιτέτ»–, με σκοπό, αφενός,την αυτονόμηση της Μακεδονίας
και, αφετέρου, τη μελλοντική ένωσή της με τη Βουλγαρία. Το 1894,δημιουργήθηκε
στη Σόφια η Ανώτατη Μακεδονική Επιτροπή (ΑΜΕ) ή Βερχόβεν Κομιτέτ, με στόχο την
άμεση προσάρτηση της Μακεδονίας στην οραματιζόμενη Μεγάλη Βουλγαρία.
Η ενορχηστρωμένη
προσπάθεια των Βούλγαρων για προβάδισμα στη διεκδίκηση της Μακεδονίας
κορυφώθηκε με την Εξέγερση του Ίλιντεν, τον Ιούλιο του 1903 (π.η.), την οποία οργάνωσαν
σε απόλυτο βαθμό οι Βούλγαροι, με καθοδήγηση από τη Σόφια. Στην εξέγερση,
ωστόσο, συμμετείχαν και Έλληνες, σλαβόφωνοι και μη, που δεν γνώριζαν τι
πραγματικά συνέβαινε, αλλά την αντιλαμβάνονταν ως ευκαιρία ξεσηκωμού κατά των
Οθωμανών. Η νοοτροπία των οπλαρχηγών αυτών γίνεται κατανοητή μέσα από τα λόγια
του Κώττα: «Ας σκοτώσωμεν την αρκούδα και το τομάρι είναι εύκολο να το
μοιράσωμεν». Προσωπικότητες όπως οι Καπετάν Κώττας, Παύλος Κύρου, Πέτρος
Σουγαράκης και Αντώνης Ζώης συμμετείχαν σε αυτή, αλλά, αμέσως μετά, όταν
συνειδητοποίησαν τους σκοπούς των Βούλγαρων, κατατάχθηκαν στα ελληνικά
αντάρτικα σώματα και πολέμησαν για ελεύθερη και ελληνική Μακεδονία. Εντούτοις,
τα γεγονότα του Ίλιντεν απετέλεσαν το προοίμιο του Μακεδονικού Αγώνα.
Την περίοδο 1904-1908,
ο ελληνισμός έδρασε στη Μακεδονία προκειμένου να προστατεύσει τους ελληνικούς
πληθυσμούς και τα ελληνικά, υπό τουρκική κατοχή, εδάφη από τη βία των
Βούλγαρων, οι οποίοι ήθελαν να μετατρέψουν τη Μακεδονία σε βουλγαρική.Πολλές
ηρωικές προσωπικότητες κινητοποιήθηκαν στο μακεδονικό έδαφος και αγωνίστηκαν προκειμένου
να μην προστεθεί και αυτή στις χαμένες πατρίδες του σύγχρονου ελληνισμού. Άλλες
προέρχονταν από τον κλήρο, άλλες από το στράτευμα και άλλες επρόκειτο για
ντόπιους λαϊκούς αγωνιστές, πολλές φορές, μάλιστα, ανώνυμους.
Σημείο τομής για την
εξέλιξη και την τελική έκβαση του Μακεδονικού Αγώνα απετέλεσε η θυσία του
Παύλου Μελά, που τον κατέστησε δικαίως ως το σύμβολό του. Ο θάνατός του αφύπνισε
την κυρίως Ελλάδα και, το 1905, στάλθηκαν στην κατεχόμενη Μακεδονία οργανωμένεςροές
ένοπλων ελληνικών σωμάτων, κυρίως Κρητικών και Μανιατών. Οι επιθέσεις εναντίον
των κομιτατζήδων πολλαπλασιάστηκαν και σύνθημα των αγωνιστών, όπως προκύπτει
από προκήρυξη του Μακεδονικού Κομιτάτου, ήταν: «Ας καθαρίσωμεν την Μακεδονία
μας από τους θηριώδεις και αιμοβόρους Βούλγαρους». Οι νικηφόρες μάχες, αλλά και
οι θυσίες κορυφώθηκαν την περίοδο 1905-1906. Έως το 1907, είχαν εξουδετερωθεί
οι περισσότεροι αρχικομιτατζήδες και στη Σόφια επικρατούσε προβληματισμός για
το χαμένο έδαφος.
1908: η υπεροχή των ΕλλHνων
Τον χειμώνα του 1907-1908, τα ελληνικά
ένοπλα σώματα συνέχισαν τις επιχειρήσεις τους στη Μακεδονία με περισσότερη
ένταση και αποφασιστικότητα. Οι πατριαρχικοί πληθυσμοί κινούνταν με
ασφάλεια,την οποία τους παρείχαν οι ελληνικές δυνάμεις, εν αντιθέσει με τα
πρώτα χρόνια του αγώνα, που, με τη βία και την απειλή του θανάτου από τους
Βούλγαρους κομιτατζήδες, είχαν ενταχθεί στη βουλγαρική Εξαρχία. Όμως, παρά τις
θετικές αυτές εξελίξεις, υπήρχαν μεταξύ των αξιωματικών και οπλαρχηγών του
Μακεδονικού Αγώνα διαφωνίες.
Ο Πρωθυπουργός Γεώργιος
Θεοτόκης επεδίωξε την ενοποίηση του αγώνα υπό το Μακεδονικό Κομιτάτο. Μάλιστα,
κάλεσε τον Συνταγματάρχη Παναγιώτη Δαγκλήνα συμμετάσχει σε αυτό και να αναλάβει
την οργάνωση του βιλαετίου Θεσσαλονίκης. Η επιλογή του Δαγκλή βασιζόταν στον
όρο που είχαν θέσει οι αξιωματικοί του συγκεκριμένου βιλαετίου προκειμένου να
υπαχθούν και αυτοί στο Κομιτάτο. Ο συνταγματάρχης αποδέχθηκε την πρόταση και
ανέλαβε τη διεύθυνση των επιχειρήσεων στην περιοχή, ωστόσο, αντιλήφθηκε ότι η
οργάνωση του αγώνα όφειλε να αλλάξει. Ως εκ τούτου, τον Απρίλιο του 1908, μόλις
δύο μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, υπέβαλε σχετικό υπόμνημα προς
τον Διάδοχο Κωνσταντίνο και τον πρωθυπουργό,στο οποίο, μεταξύ άλλων, ανέπτυσσε
προτάσεις για μια σειρά μέτρων που θα αναδιοργάνωναν τον αγώνα και θα
καθιστούσαν το Μακεδονικό Κομιτάτο πανελλήνιο. Όμως, οι διαφωνίες και οι έριδες
δεν οδήγησαν σε ουσιαστική ένωση, παρ’ όλα αυτά, ο Δαγκλής εξακολουθούσε να
εργάζεται για αυτήν και να συμμετέχει στη διοίκηση του Κομιτάτου έωςτην Επανάσταση
των Νεότουρκων.
Ταυτόχρονα, αντιδικίες
και διαμάχες είχαν φουντώσει και στο στρατόπεδο των Βούλγαρων. Η δράση των
συμμοριών είχε μειωθεί σημαντικά και ο εμφύλιος μεταξύ σεντραλιστών και
βερχοβιστών ξέσπασε αναπόφευκτα λόγω σύγκρουσης συμφερόντων και σκοπών.
Αποκορύφωμα ήταν η δολοφονία των Σαράφοφ και Γκαρβάνοφ από τον καπετάνιο
Πανίτσα. Ο τελευταίος δικάστηκε–μαζί με τον Σαντάνσκι–, ως ληστής με ανεξάρτητη
δράση από την ΕΜΕΟ, στο παμβουλγαρικό συνέδριο της Ρίλας, τον Μάρτιο του 1908. Εκεί
αποφασίσθηκε να προωθηθούν στην ηγεσία της ΕΜΕΟ οι στενοί συνεργάτες του
δολοφονημένου Σαράφοφ, οι Μάτοφ και Δημητρώφ. Ωστόσο, σημαντικότερη απόφαση του
συνεδρίου υπήρξε η αδρανοποίηση των περισσότερων ένοπλων σωμάτων των
κομιτατζήδων, καθώς και η υιοθέτηση μιας πολιτικής διαφώτισης και προπαγάνδας
προς τους πληθυσμούς της Μακεδονίας, ώστε να υπάρξει μια συντονισμένη εξέγερση
στα πρότυπα του Ίλιντεν. Η Σόφια θα εκμεταλλευόταν το γεγονός σε διπλωματικό
και πολιτικό επίπεδο προκείμενου να αποκτήσει προβάδισμα στον έλεγχο της
Μακεδονίας. Εντέλει, το αρχικό σχέδιο των Βούλγαρων για βίαια υφαρπαγή της
Μακεδονίας και εκβουλγαρισμό του ελληνορθόδοξου πληθυσμού είχε αποτύχει
οριστικά.
Παρ’ όλα αυτά, οι
Βούλγαροι συνέχισαν να διατηρούν 110 ένοπλα σώματα έναντι 80 ελληνικών και 30
σερβικών. Βέβαια, συγκριτικά με τα ελληνικά, αυτά ήταν ολιγάριθμα και
αποδυναμωμένα, χωρίς να μπορούν να αναλάβουν επιθετικές πρωτοβουλίες, όπως είχε
συμβεί στα προηγούμενα έτη. Αντιθέτως, οι ελληνικές δυνάμεις εξακολουθούσαν να είναι
μάχιμες, διαθέτοντας ικανή διοίκηση. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πεδίο
δράσης τους ήταν το βιλαέτιο του Μοναστηρίου, όπου, εκτός των Βούλγαρων,
στρέφονταν και εναντίον των Τούρκων. Είναι ενδεικτικό ότι οι απώλειες των
Βούλγαρων εξαρχικών έφθασαν,έως το θέρος του 1908, τους 500 νεκρούς έναντι
μόλις 72 Ελλήνων πατριαρχικών. Επιπλέον, την ίδια περίοδο οι Τούρκοι αντιμετώπιζαν
τα ελληνικά σώματα ως τη σημαντικότερη απειλή, ακριβώς επειδή η δράση τους ήταν
περισσότερο έντονη και στοχευμένη από εκείνη των κομιτατζήδων.
Στη δυτική Μακεδονία,
στο πρώτο δίμηνο του 1908, οι τουρκικές δυνάμεις κατεδίωκαν ασταμάτητα τα
ελληνικά σώματα. Στην περιοχή Μοναστηρίου-Περιστερίου συνελήφθησαν οι
οπλαρχηγοί Πέτρος Χρήστου και Στυλιανός Κλειδής στην Ολίβενη και ο Γεώργιος
Καμηλάκης στην Μπίτουσα. Στο Μπρούσνικ και στο Λάχτσι τα σώματα των οπλαρχηγών
Κουτσούκη και Μωραΐτη κυκλώθηκαν από τουρκικά καταδιωκτικά αποσπάσματα. Ο
πρώτος, προκειμένου να μην αιχμαλωτισθείαπό τους αντιπάλους, αυτοκτόνησε, ενώ ο
δεύτερος συνελήφθη, όμως, για να αποφύγει τον θάνατο, πρόδωσε μυστικά του
Αγώνα. Έπειτα από αυτές τις εξελίξεις ο οπλαρχηγός Ιωάννης Καραβίτης
εγκατέλειψε την περιοχή και κατευθύνθηκε προς το Μορίχοβο. Εκεί κατέφυγε και η
δύναμη του οπλαρχηγού Γερογιάννη από το Περιστέρι. Οι Τούρκοι, όμως, δεν
σταμάτησαν τις προσπάθειες εκκαθάρισης των ελληνικών δυνάμεων. Στιςαρχές
Φεβρουαρίου του 1908, επιτέθηκαν εναντίον της δύναμης του Οπλαρχηγού Γρηγορίου
Στέφου στην ίδια περιοχή. Κατά τη διάρκεια της μάχης, οι απώλειες του ελληνικού
σώματος ήταν σημαντικές και αν δεν έφθαναν προς ενίσχυσή του οι δυνάμεις των
οπλαρχηγών Νικολούδη, Γερογιάννη, Κατσίγαρη και Περδίκα, το πιθανότερο ήταν πως
θα εξολοθρευόταν. Η υπεροχή των τουρκικών δυνάμεων ανάγκασε τα ελληνικά σώματα
να αποσυρθούν στις κορυφές του Καϊμακτσαλάν.
Τον Απρίλιο του 1908,
έφθασε στο Μορίχοβο ένοπλο τμήμα υπό τον Κρητικό Οπλαρχηγό Γεώργιο Βολάνη,
δύναμης 40 ανδρών. Η ενίσχυση αυτή έγινε για να ενταθεί ο αγώνας και να
κυριαρχήσουν οι ελληνικές δυνάμεις βόρεια και νότια του Καϊμακτσαλάν. Η αρχή
της επίθεσης έγινε στο Πόζαρ, το οποίο αποτελούσε κέντρο κομιτατζήδων, παρά την
παρουσία τμήματος του Τουρκικού Στρατού. Τελικά, μια συντονισμένη ενέργεια των
σωμάτων των οπλαρχηγών Βολάνη και Καραβίτη κατόρθωσε να πυρπολήσει το χωριό και
να προσβάλει επιτυχώς ένα ακόμη ορμητήριο των κομιτατζήδων.
Σημαντική μάχη δόθηκε στην κορυφή Πιπερίτσα μεταξύ Ελλήνων και
Βουλγάρων, στις 8 Ιουλίου. Οι δυνάμεις των Βολάνη,
Καραβίτη και Νικολούδη, έχοντας πληροφορίες πως οι κομιτατζήδες προετοίμαζαν
επίθεση εναντίον του σώματος Νικολούδη, το οποίο δρούσε στην περιοχή, οργάνωσαν
ένα σχέδιο παραπλάνησης των Βούλγαρων:πρώτον, στάλθηκε το δεκαμελές σώμα του
Νικολούδη στην κορυφή με σκοπό να τραβήξει την προσοχή των κομιτατζήδων, που
είχαν δύναμη 150 ανδρών, και δεύτερον, τα σώματα των Βολάνη και Καραβίτη θα επετίθεντο
στους κομιτατζήδες από τα νώτα και τα πλευρά.
Το σχέδιο εφαρμόστηκε με ακρίβεια και οι απώλειες των Βούλγαρων έφθασαν
τους είκοσι οκτώ νεκρούς στο πεδίο της μάχης. Μεταξύ αυτών, συγκαταλεγόταν και
ο Βοεβόδας Πογόντσες. Η συμμορία του αρχικομιτατζή Τζόλεφ διαλύθηκε ολοσχερώς
και η καταδίωξη των υπολειμμάτων της σταμάτησε ελέω παρεμβολής τουρκικού
αποσπάσματος, που προσέβαλε τις ελληνικές δυνάμεις.
Άλλη μια σημαντική μάχη
δόθηκε στο Κωστενέτσι (Ιεροπηγή) Καστοριάς, τον Μάιο του 1908. Μια δύναμη πενήντα
ανδρών–υπό τουςΑνθυπολοχαγό Παπαλουκά και οπλαρχηγό Δικώνυμο-Μακρή– συναντήθηκε
στα Καστανοχώρια με τους οπλαρχηγούς Μπέλο και Σούλιο και στράφηκε εναντίον των
βουλγαρικών δυνάμεων που έδρευαν στο Κωστενέτσι. Αφού περικύκλωσαν το χωριό, τη
νύκτα της 12ης προς 13η Μαΐου, επιτέθηκαν αποφασιστικά. Παρά την αντίσταση των
κομιτατζήδων, οι ελληνικές δυνάμεις κατόρθωσαν να επιβληθούν,με απώλειες 30
νεκρών Βούλγαρων, ενώ πυρπόλησαν 27 σπίτια. Μετά τη μάχη, οι Τούρκοι έστειλαν
όλα τα διαθέσιμα τμήματά τους στην περιοχή προς καταδίωξη των ελληνικών, με
συνέπεια αυτά να διαχωριστούν.
Εξίσου σημαντικός ήταν
ο αγώνας των ελληνικών σωμάτων και στην κεντρική Μακεδονία. Στην περιοχή της
Βέροιας δρούσε το σώμα του Επιλοχία Βασίλειου Σταυρόπουλου. Πολλές φορές
βρέθηκε στο στόχαστρο των Τούρκων, αλλά αποκορύφωμα υπήρξε η προσπάθεια των
τελευταίων να εξουδετερώσουν τη δύναμή του στο χωριό Τσέρνοβο. Εντέλει, τα μεσάνυκτα
της 18ης Ιανουαρίου του 1908, οι τουρκικές δυνάμεις κατόρθωσαν να περικυκλώσουν
το σώμα του Σταυρόπουλου,όμως, ο επιλοχίαςκατάφερε να απαγκιστρώσει το σώμα του,
χρησιμοποιώντας εύστροφα ένα παλιό τέχνασμα των κλεφτών: άφησε ελεύθερο ένα
μεγάλο κριάρι, το οποίο οι Τούρκοι έπρεπε να το πιάσουν και στη συνέχεια, να το
προσφέρουν στον Αλλάχ, σύμφωνα με τα έθιμα και τις παραδόσεις τους. Με αυτό τον
τρόπο, ο Σταυρόπουλος και οι άνδρες του κατάφεραν να ξεφύγουν.
Ο ίδιος όμως διακρίθηκε
και στον αγώνα εναντίον των Ρουμάνων και της προπαγάνδας τους στην περιοχή.
Μαζί με δυνάμεις του αρχηγού Νάουσας Ανθυπασπιστή Τσίπουρα, κατόρθωσε να
προσβάλει το χωριό Τσερκόβιαννη,το οποίοαποτελούσε κέντρο του ρουμανιζόντων. Η
επίθεση προκάλεσε πολλές καταστροφές στους αμυνόμενους, καθώς και δεκαέξι
νεκρούς. Επιπλέον, κατάφερε να επιφέρει τον θάνατοστον φανατικό ιερέα
Παπαγιώργη, ο οποίος προπαγάνδιζε εντός της Βέροιας υπέρ της ρουμανικής κίνησης
και απειλούσε πως θα καταλάβει τις εκκλησίες της πόλης.
Την ίδια περίοδο στη λίμνη
των Γιαννιτσών δρούσαν οι ομάδες των Γκόνου Γιαννιτσιώτη και Αποστόλη
Ματόπουλου, ενώ στην Αλμωπία η ομάδα του Επιλοχία Χρήστου Καραπάνου. Στη
Γευγελή βρισκόταν η ομάδα του Γεωργίου Καραϊσκάκη και στη Στρώμνιστα ο αγώνας
συνεχιζόταν από τους Υπολοχαγό Τσιρογιάννη και Οπλαρχηγό Μπουφίδη. Στον Όλυμπο κινητοποιούνταν
οι ομάδες του Επιλοχία Φραγκάκου και των οπλαρχηγών Στρεμπίνα και Γκόγκου. Στη
δε Χαλκιδική η δράση των Βούλγαρων απειλούσε τον έλεγχο του Άθω. Σκοπός τους
ήταν η αποστολή Βούλγαρων μοναχών και όχι μόνο για να αποσπάσουν την αθωνική
κοινότητα στην Εξαρχία. Ανασταλτικός παράγοντας για τα σχέδια των Βούλγαρων απετέλεσε
η έλευση του Ανθυπολοχαγού Αριστόβουλου Κόη ή Καπετάν Μπάλτσα, ο οποίος με τη
συνεργασία του Μητροπολίτη Κασσάνδρας Ειρηναίου ανασύνταξε τα ένοπλα σώματα
στην περιοχή και σταμάτησε τους βουλγαρικούς στόχους.
Στη Θεσσαλονίκη
εξακολουθούσε η δράση των ελληνικών σωμάτων, τη διοίκηση των οποίων ανέλαβε από
τον Ιανουάριο του 1908 ο Ανθυπολοχαγός Λουκάς Σακελλαρόπουλος. Η οργάνωση
πέτυχε να διακόψει τα σχέδια των Βούλγαρων για εποικισμό τους στην πόλη,ενώ οι
ήδη διαμένοντες Βούλγαροι είδαν την καθημερινότητά τους να δυσχεραίνει σε
σημαντικό βαθμό. Αποτέλεσμα όλων αυτών υπήρξε η δολοφονία του διερμηνέα του
ελληνικού προξενείου Θεόδωρου Ασκητή, στις 22 Φεβρουαρίου του 1908. Ως
αντίποινα η ελληνική πλευρά εκτέλεσε τέσσερα σημαντικά στελέχη της βουλγαρικής
παροικίας. Στην πόλη δρούσαν ανταρτικές ομάδες, υπό τον Καπετάνιο Γιάννη
Ράμναλη, καθώς και στον Λαγκαδά και τον Σοχό.
Τέλος, στην ανατολική
Μακεδονία και Θράκη βρίσκονταν αρκετές ένοπλες ομάδες, υπό τη διοίκηση του
Προξενείου Σερρών. Γνωστοί για τη δράση τους στην περιοχή ήταν οι οπλαρχηγοί
Νικόλαος Ευρυπιώτης, Στέργιος Βλάχβεης, Βασίλειος Τσουλβατζής, Δούκας Γαϊτατζής
(γνωστός ως Καπετάν Ζέρβας), Θεόδωρος Μπουλασίκης, Ιωάννης Μάρτζος και άλλοι.
Στη δε Θράκη ο αγώνας γινόταν υπό τη διεύθυνση του Προξενείου Αδριανούπολης,με
διοικητή τον Υπολοχαγό Γονατά. Μετά τον Ιούνιο του 1908,η διοίκηση πέρασε στον Λοχαγό
Σπηλιάδη.
Η επανAσταση των ΝεOτουρκων: ΣκοποI, πρOγραμμα και
πολιτικH
Στις αρχές Ιουλίου του 1908, ξέσπασε στη
Θεσσαλονίκη το κίνημα των Νεότουρκων. Αξιωματικοί, υπό την ηγεσία των Ενβέρ και
Ταλαάτ πασά, εξεγέρθηκαν εναντίον του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, ζητώντας την
επαναφορά του Συντάγματος του 1876. Ο σουλτάνος, μη μπορώντας να αντιδράσει στη
νέα τάξη πραγμάτων, αναγκάσθηκε να παραχωρήσει Σύνταγμα, στις 24 Ιουλίου.
Παράλληλα, ανασχηματίστηκε η κυβέρνηση και προκηρύχθηκαν εκλογές για την
ανάδειξη νέας αντιπροσωπευτικής Βουλής, όπως όριζε το Σύνταγμα. Η νέα Βουλή
λειτούργησε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Ο σουλτάνος υποστήριξε ότι είχε
αναγκασθεί να κλείσει τη Βουλή επειδή οι λαοί της αυτοκρατορίας έως τότε δεν
είχαν την απαραίτητη μόρφωση για να αντιληφθούν τη λειτουργία του
κοινοβουλευτισμού. Ο ίδιος, ωστόσο, τα χρόνια της κυριαρχίας του, είχε ιδρύσει
αρκετά νέα σχολεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα, ώστε οι συνθήκες να επιτρέψουν τη
λειτουργία της νέας Βουλής.
Το σύνθημα των
Νεότουρκων έκανε λόγο για ισότητα όλων των εθνών που αποτελούσαν την Οθωμανική
Αυτοκρατορία: «Πατρίδα, ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη». Η βάση του συνθήματος
αναφέρεται στο πρόγραμμα της Οθωμανικής Εταιρείας ή Κομιτάτου Ενώσεως και
Προόδου, που είχαν ιδρύσει οι Νεότουρκοι, το 1887, στην Κωνσταντινούπολη.
Σύμφωνα με αυτό, σκοπός της Εταιρείας ήταν η προειδοποίηση των μουσουλμάνων και
χριστιανών «συμπατριωτών» για το σύστημα διακυβέρνησης του καθεστώτος του σουλτάνου,
που περιόριζε και παραβίαζε τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η δικαιοσύνη, η
ισότητα και η ελευθερία. Τα μέλη της Ενώσεως και της Προόδου τόνιζαν, αφενός,
ότι η διακυβέρνηση του σουλτάνου δεν άφηνε τη χώρα να αναπτυχθεί και να
προοδεύσει και, αφετέρου, ότι παρέδιδε αυτήν στην ξένη κυριαρχία. Αξίζει να
αναφερθεί πως οι Νεότουρκοι θεωρούσαν όλους τους λαούς που ζούσαν εντός της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως «Οθωμανούς», ανεξαρτήτως εθνικής συνείδησης,
καταγωγής και θρησκεύματος.
Το 1889, το Κομιτάτο
οργανώθηκε περισσότερο από τον αλβανικής καταγωγής Ιμπραήμ Τέμο, τον Τσερκέζο
Μεχμέτ Ρεσήτ και τους Κούρδους Αμπντουλάχ Τζεβντέτ και Ισαάκ Σουκουτί. Ωστόσο,
λίγα χρόνια αργότερα, το 1897, το Κομιτάτο εξαρθρώθηκε από τον σουλτάνο και η
οργάνωση έπαψε να έχει πυρήνα στην Πόλη. Παρ’ όλα αυτά, στο εξωτερικό υπήρχαν
εξόριστοι Οθωμανοί διανοούμενοι και αξιωματούχοι που ήταν πρόθυμοι να
συνεχίσουν τις ενέργειές τους για ανατροπή του σουλτανικού καθεστώτος. Ένας από
αυτούς αρχικά ήταν ο Μουράτ μπέης, εκδότης της εφημερίδας «Mizan» στη Γένοβα. Τελικά, ο σουλτάνος
κατάφερε να τον προσεταιριστεί και η απώλεια αυτή αρχικά εξασθένησε το έργο του
Κομιτάτου. Λίγο αργότερα όμως, προσχώρησαν στο κίνημα ο Αχμέτ Ριζά και ο
ανιψιός του σουλτάνου, Πρίγκιπας Σαμπαχεντίν. Ο Ριζά, αν και αρχικά άφησε να
εννοηθεί ότι ασπαζόταν τις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης, είχε εθνικιστικές
απόψεις, οι οποίες έγιναν εύκολα αποδεκτές μέσα στους στρατιωτικούς κύκλους που
συμμετείχαν στο κίνημα. Οι οπαδοί του Κομιτάτου στην Ευρώπη ήταν εκείνοι που
καθόρισαν τις εξελίξεις. Συγκεκριμένα, στο Παρίσι έλαβαν χώρα δύο Συνέδρια των
Λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1902 και το 1907. Σε αυτά ο Σαμπαχεντίν
υποσχέθηκε αυτονομία σε όλες τις εθνότητες που διαβιούσαν στην αυτοκρατορία.
Στο Παρίσι εκδιδόταν η εφημερίδα «Yeni Türkiye» («Νέα Τουρκία»), από την οποία
πήραν και το όνομά τους ως Νεότουρκοι.
Ταυτόχρονα, από το 1903,
οι μυημένοι αξιωματικοί άρχισαν να οργανώνονται σε όλη την αυτοκρατορία. Τρία
έτη αργότερα, το Κομιτάτο Ενώσεως και Προόδου μετέφερε την έδρα του στη
Θεσσαλονίκη. Η πολυεθνική –εκείνη την εποχή– πόλη της Μακεδονίας ήταν το πρώτο
ορμητήριο των Νεότουρκων,επειδή, αφενός, εκεί έδρευε το Γ΄ Σώμα Στρατού των
Οθωμανών –από το οποίο πολλοί αξιωματικοί είχαν μυηθεί στο κίνημα- και,
αφετέρου, η πόλη βρισκόταν μακριά από την Κωνσταντινούπολη, που αποτελούσε το
κέντρο της εξουσίας του σουλτάνου. Επιπλέον, στη Μακεδονία η κατάσταση ήταν
περισσότερο ρευστή, εξαιτίας του ξεσηκωμού των εθνοτήτων που στόχευαν στον
έλεγχό της. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως το κίνημα των Νεότουρκων στη
Θεσσαλονίκη υποστήριξε με θέρμη ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης. Άλλωστε, σχεδόν
όλοι οι πρωτεργάτες της Ένωσης και της Προόδου ήταν εβραϊκής καταγωγής. Επίσης,
σημαντική ήταν η στήριξη των μασονικών στοών, αλλά και της μουσουλμανικής
αδελφότητας των Σενουσιτών, τα μέλη της οποίας διακρίνονταν για τον φανατισμό
τους. Πέρα από τους μυημένους αξιωματικούς, στο κίνημα συμμετείχαν και
σημαντικά στελέχη της οθωμανικής εξουσίας, όπως ο Γενικός Επιθεωρητής της
Μακεδονίας Χιλμί πασάς, ο Διευθυντής των Ταχυδρομείων και Τηλεγράφων της πόλης
Ταλαάτ μπέης, ο επικεφαλής των Τελωνείων Χατζή Μιντάτ μπέης, ο διοικητής της
Στρατιωτικής Σχολής Θεσσαλονίκης Μπουρσαλής Ταχίρ και ο Σχολάρχης Τζαβίτ μπέης.
Η κυριαρχία των
Νεότουρκων και η συνθηματολογία τους, όπως αναφέρθηκε, ενθουσίασαν τους
καταπιεσμένους λαούς που αποτελούσαν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με το
νέο Σύνταγμα οι Οθωμανοί πολίτες, όλων των εθνικοτήτων και των θρησκειών, θα
ήταν ελεύθεροι και θα απολάμβαναν ίσα δικαιώματα. Η εκπαίδευση θα ήταν δωρεάν
και υποχρεωτική για όλους, επίσημη θρησκεία της νέας Τουρκίας θα ήταν ο
ισλαμισμός,ωστόσο, όλες οι θρησκείες θα ασκούνταν ελεύθερα, χωρίς φόβο και
λοιπές απαγορεύσεις. Επίσης, θα μπορούσαν να εκλέγονται βουλευτές στη νέα Βουλή
Έλληνες, Αρμένιοι, Σέρβοι, Αλβανοί κ.λπ., αρκεί να είχαν συμπληρώσει το 30ό
έτος της ηλικίας τους και φυσικά εφόσον είχαν επιλεγεί με μυστική καθολική
ψηφοφορία από το εκλογικό σώμα. Μάλιστα, τα νέα δεδομένα είχαν δημιουργήσει ευφορία
στους λαούς της αυτοκρατορίας. Η Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία (ΑΕΟ) τάχθηκε
υπέρ των Νεότουρκων, επειδή θεώρησε ότι ήταν ένα κίνημα πραγματικά προοδευτικό,
βάσει των εξαγγελιών του. Ταυτόχρονα, στην Αθήνα ο ενθουσιασμός ήταν έκδηλος
και πραγματοποιήθηκαν για αρκετές ημέρες φιλοτουρκικές εκδηλώσεις. Ο πρέσβης
της Τουρκίας στην πόλη Ναμπί μπέης γινόταν δεκτός με ενθουσιασμό όπου και αν
πήγαινε. Είναι χαρακτηριστική η έκφραση του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ όταν έμαθε
για τον ενθουσιασμό αυτόν των διαφόρων εθνικοτήτων, ιδιαιτέρως των Ελλήνων:
«Αυτό το Millet
(Μιλέτ) των Yunan
(Γιουνάν) γιατί πανηγυρίζει το ταλαίπωρο; Οι Νεότουρκοι δεν θα το αφήσουν να
συνεχίσει την πρόοδό του, θα το εξαφανίσουν». Την ίδια ώρα ο Ενβέρ πασάς, από
τους πρωτεργάτες του κινήματος, τον Ιούλιο του 1908, δήλωνε από την πλατεία
Ελευθερίας στη Θεσσαλονίκη: «Η δεσποτική κυβέρνηση έλαβε σήμερα τέλος. Είμαστε
όλοι αδέλφια. Δεν υπάρχουν πια στην Τουρκία Έλληνες, Βούλγαροι, Εβραίοι,
Σέρβοι, Ρουμάνοι, Μουσουλμάνοι. Κάτω από τον ίδιο γαλανό ουρανό είμαστε όλοι
μας περήφανοι, γιατί είμαστε Οθωμανοί».
Ωστόσο, από την πρώτη
στιγμή είχαν φανεί οι πραγματικοί σκοποί των Νεότουρκων, μόνο που τα μεγάλα
λόγια εκπροσώπων τους και η γενικότερη ευφορία του καταπιεσμένου πληθυσμού δεν
άφηναν το γενικότερο σύνολο να τους αντιληφθεί. Χαρακτηριστικά παραδείγματα απετέλεσαν
ο λόγος του Χουσείν Καχίτ και η συνέντευξη του Ναζήμ μπέη σε Έλληνα
δημοσιογράφο στη Σμύρνη, το 1908. Και οι δύο υπήρξαν από τα πρώτα και
σημαντικότερα στελέχη του Κομιτάτου Ενώσεως και Προόδου. Ο Καχίτ σε λόγο του
προς τους Έλληνες ξεκαθάρισε πως «αυτή η χώρα θα είναι πάντοτε η πατρίδα των
Τούρκων […] ανεξαρτήτως του οτιδήποτε μπορεί να λέει ο καθένας, σε αυτήν τη
χώρα οι Τούρκοι είναι, και θα παραμείνουν, το κυρίαρχο έθνος». Στο ίδιο μήκος
κύματος κινούντανκαι οι δηλώσεις του Ναζήμ μπέη στο έντυπο «Νέα Σμύρνη», στις 4
Σεπτεμβρίου του 1908, παρουσία ξένων ανταποκριτών και δημοσιογράφων. Ο επιφανής
εκπρόσωπος του Κομιτάτου ήταν ξεκάθαρος: «[...] δεν επιθυμώ να σας κρύψω ευθύς
εξαρχής την ακλόνητον γνώμην του Κομιτάτου. Εννοούμεν, και το εννοούμεν αντί
πάσης θυσίας, να αφομοιώσωμεν υπό μίαν εθνικήν οθωμανικήν ιδέαν τα εν τω τόπω
ημών στοιχεία, ώστε να μη γίνεται πλέον λόγος περί πλειοψηφίας ή μειοψηφίας,
περί Ελλήνων και Τούρκων και Αρμενίων και Ισραηλιτών, να μη λέγεται “υμείς και
ημείς”, να μη πρωτεύη και χωρίζη τα άτομα και τας ομάδας ο Χριστιανισμός, ο
Μωαμεθανισμός, ο Ιουδαϊσμός, αλλά να πρωτεύη και να τα ενώνη η ιδέα της μιας
Οθωμανικής πατρίδος, ης όλοι ανεξαιρέτως πρέπει να είμεθα αφοσιωμένα τέκνα».
Αποκλειστικός σκοπός
των Νεότουρκων ήταν ο παντουρανισμός, δηλαδή η ένωση όλων των Τούρκων σε ενιαία
εξουσία και σε ένα νέο τουρκικό κράτος. Όταν έκαναν λόγο για ίσα δικαιώματα
όλων των εθνικοτήτων και των θρησκειών της αυτοκρατορίας εννοούσαν τον
εκτουρκισμό αυτών μέσα στη νέα Τουρκία που οραματίζονταν. Εφόσον αντιδρούσαν,
όπως και έγινε, θα δέχονταν απηνή διωγμό και βασανιστήρια, που θα οδηγούσαν,
βάσει οργανωμένου σχεδίου, στον αφανισμό τους. Δεν είναι τυχαίο το σύνθημα των
Νεότουρκων: «Η Τουρκία στους Τούρκους» προκειμένου να δημιουργηθεί μια «κοινή
Πατρίδα».
Η Επιτροπή Ενώσεως και
Προόδου προώθησε νόμους που απαγόρευαν τον πολιτικό σχηματισμό εθνοτικών ή
εθνικών ομάδων, ενώ προωθούσαν τον σχηματισμό ομάδων καταδιωκτικών από τον Τουρκικό
Στρατό, οι οποίες θα εξουδετέρωναν την ύπαρξη διαφόρων ένοπλων ομάδων σε όλη τη
Βαλκανική, που στόχευαν να απελευθερώσουν εδάφη από τον τουρκικό ζυγό.
Ιδιαίτερα στη Μακεδονία εφαρμόστηκαν οι πρώτες διώξεις. Πρώτα θύματα υπήρξαν οι
πρόκριτοι των χριστιανικών κοινοτήτων που δολοφονούνταν στοχευμένα.
Ακολουθούσαν οι ιερείς και οι έμποροι που είτε δολοφονούνταν είτε βασανίζονταν.
Όσοι είχαν την τύχη να γλιτώσουν τον θάνατο, επιβεβαίωσαν ότι, κατά τη διάρκεια
των βασανιστηρίων τους, οι Νεότουρκοι τους έλεγαν ότι η Τουρκία ελευθερώθηκε
μόνο για τους Τούρκους. Το μήνυμα μέσω του εκφοβισμού ήταν ξεκάθαρο. Αυτή ήταν
η κατάσταση δύο μόλις χρόνια μετά τη διακήρυξη του Συντάγματος.
Τα κατοπινά χρόνια
ηγέτες των Νεότουρκων ήταν οι Ενβέρ πασάς, Τζεμάλ πασάς και Ταλαάτ πασάς. Ο
τελευταίος, μάλιστα, υπήρξε ο εμπνευστής του σχεδίου αφανισμού του ελληνισμού
της Ιωνίας και του Πόντου επειδή αρνήθηκε να εκτουρκιστεί. Το ίδιο αποφασίστηκε
να γίνει για όλους τους λαούς της αυτοκρατορίας στο τέταρτο συνέδριο των
Νεότουρκων το 1911: «Το Συνέδριο αποφάσισε ότι, αργά ή γρήγορα, θα χρειαστεί να
επιβάλουμε τον εκτουρκισμό όλων των λαών που διαβιώνουν εντός της Αυτοκρατορίας.
[...] Οι εθνικές μειονότητες αποτελούν αμελητέο μέγεθος. Μπορούν να διατηρήσουν
τη θρησκεία τους, όχι όμως και τη μητρική τους γλώσσα. Όλοι πρέπει να μιλούν
την επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας, δηλαδή την τουρκική».
Άλλωστε ο Ταλαάτ είχε
εκφράσει τις απόψεις του καθαρά σε μυστική συνεδρίαση της Ένωσης, τον Αύγουστο
του 1910: «Γνωρίζετε ότι, σύμφωνα με τα άρθρα του Συντάγματος, επιβεβαιώθηκε η
ισότητα μουσουλμάνων και γκιαούρηδων, αλλά γνωρίζετε και αισθάνεστε όλοι ότι
αυτό είναι ένα απραγματοποίητο ιδεώδες. Ο ιερός νόμος, ολόκληρη η ιστορία μας
και τα συναισθήματα εκατοντάδων χιλιάδων μουσουλμάνων, αλλά ακόμα και τα
συναισθήματα των ιδίων των γκιαούρηδων, που αντιστέκονται επίμονα σε κάθε
προσπάθεια οθωμανισμού τους, αντιπροσωπεύουν ένα αξεπέραστο εμπόδιο στην
καθιέρωση πραγματικής ισότητας. Πραγματοποιήσαμε ανεπιτυχείς προσπάθειες να
μετατρέψουμε τους γκιαούρηδες σε πιστούς Οθωμανούς και όλες οι προσπάθειες
αναπόφευκτα θα αποτύχουν, εφόσον τα μικρά ανεξάρτητα κράτη στη χερσόνησο των
Βαλκανίων θα παραμείνουν σε μία θέση ικανή να προβάλει ιδέες απόσχισης μεταξύ
των κατοίκων της Μακεδονίας. Επομένως, δεν μπορεί να υπάρξει θέμα ισότητας
μέχρι να πετύχουμε τον στόχο μας για την οθωμανοποίηση της αυτοκρατορίας – ένα
μακρόχρονο και κοπιαστικό έργο, στο οποίο τολμώ να προβλέψω ότι στο τέλος θα
νικήσουμε, αφού πρώτα τερματίσουμε την αναταραχή και την προπαγάνδα των
βαλκανικών κρατών».
Τα επόμενα χρόνια, οι
Νεότουρκοι θα εκκαθαρίσουν τη νέα Τουρκία από τους χριστιανικούς πληθυσμούς,
που τους θεωρούσαν θανάσιμο κίνδυνο, φθάνοντας έως τον Μουσταφά Κεμάλ,ο οποίος
ολοκλήρωσε το σχέδιο. Έτσι, θεμελιώθηκε η σύγχρονη Τουρκία από το Κομιτάτο Ενώσεως
και Προόδου, του οποίου σχεδόν κανένας από τους ηγέτες του δεν υπήρξε
καθαρόαιμος Τούρκος.
ΟΙ
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΤΟΥΡΚΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Με την επικράτηση των Νεότουρκων, το
καλοκαίρι του 1908, η ένοπλη πτυχή του Μακεδονικού Αγώνα κατέπαυσε. Αυτή ήταν η
πρώτη άμεση συνέπεια του κινήματος στην περιοχή. Η παραχώρηση γενικής αμνηστίας
οδήγησε τους ντόπιους Έλληνες οπλαρχηγούς να επιστρέψουν στα χωριά τους και
αντίστοιχα τα αντάρτικα σώματα σταδιακά να γυρίσουν πίσω στην Ελλάδα –τα
τελευταία χωρίς να παραδώσουν τα όπλα τους.
Οι Βούλγαροι
κομιτατζήδες Σαντάνσκι και Πανίτσα έκλεισαν συμφωνίες με τους Νεότουρκους και
παρέδωσαν τα όπλα τους επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη. Η Βουλγαρία αντιμετώπιζε
τα νέα δεδομένα ως ευκαιρία ανασυγκρότησης των δυνάμεών της, επομένως δεν θα σταματούσε
τον αγώνα της ούτε τους σκοπούς της. Ωστόσο, στο εσωτερικό της εξακολουθούσαν
να υπάρχουν διαφορές. Από την άλλη, οι Νεότουρκοι φαινομενικά έδειχναν ότι
αποτελούσαν ενωτικό κρίκο των διαφόρων εθνοτήτων στη Μακεδονία και είχαν
διαιτητικό ρόλο έως τη διεξαγωγή των εκλογών που θα καθόριζε τη σύσταση του
νέου Κοινοβουλίου.
Το φθινόπωρο του 1908,
ξεκίνησε η πρώτη εκλογική διαδικασία με τους Νεότουρκους να κάνουν ό,τι
περνούσε από το χέρι τους προκειμένου να μην αποκτήσει το χριστιανικό στοιχείο
της Μακεδονίας ισχυρή κοινοβουλευτική παρουσία.
Ταυτόχρονα, τον
Οκτώβριο οι Βούλγαροι κήρυξαν την ανεξαρτησία τους και άρχισαν την
επιστράτευση. Σύμφωνα με έγγραφα της τουρκικής διοίκησης Θεσσαλονίκης, η
Βουλγαρία μέσω των κομιτάτων της μετέφερε 50.000 Mannlicher στην ανατολική
Μακεδονία. Εκμεταλλεύθηκε την απουσία των ελληνικών ένοπλων σωμάτων από τη
Μακεδονία και σε συνδυασμό με την έκδηλη ανθελληνική στάση και πολιτική των
Νεότουρκων, άρχισε να καταπιέζει τους Ελληνορθόδοξους, ελληνόφωνους και μη, να
ενταχθούν στην Εξαρχία και να εγκαταλείψουν το Πατριαρχείο. Ορισμένα
κεφαλοχώρια, όπως η Σέτινα και το Γκορνίτσοβο, προσχώρησαν στην Εξαρχία. Οι
Νεότουρκοι, από τη δική τους πλευρά, ξεκίνησαν με αποφασιστικότητα να
εξοπλίζουν τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Μακεδονίας. Κοινός εχθρός και των δύο
ήταν οι Έλληνες της περιοχής. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα έκθεσης του
Προξενείου Σερρών προς το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών: «Η έκρηξις φανατισμού
και μίσους κατά παντός Ελληνικού οφείλεται κατά μέγα μέρος εις τα εχθρικά καθ’
ημών άρθρα του Τουρκικού τύπου. Το καθ’ ημών σύνθημα δίδεται εκ των άνω. Ο
απαίδευτος αλλά κατά βάθος ουχί κακός Μουσουλμανικός πληθυσμός εξερεθίζεται και
ωθείται εις τον κατά των χριστιανών φανατισμόν υπό των εγγραμμάτων και των εν
τοις πράγμασι, οίτινες πρωτοστατούσιν εις το επικίνδυνον και ολέθρια δυνάμενον
να έχη αποτελέσματα μίσος κατά των Χριστιανών […] Οι Τούρκοι, λησμονούντες τους
Βουλγάρους και τους άλλους αυτών εχθρούς, στρέφονται καθ’ ημών και βαθμηδόν
σχηματίζεται σοβαρόν καθ’ ημών αποκλειστικώς ρεύμα».
Απόρροια αυτών των
συνθηκών ήταν η ίδρυση της Πανελλήνιας Οργάνωσης, υπό τον Συνταγματάρχη Δαγκλή,
η οποία στόχευε στην αναμόρφωση και αναδιοργάνωση των ελληνικών δυνάμεων έναντι
των τελευταίων εξελίξεων. Ο αλύτρωτος ελληνισμός της Μακεδονίας έπαυε να είναι
ανυπεράσπιστος, καθώς η νέα οργάνωση φρόντισε, αφενός, να επανεξοπλιστούν οι
ελληνικοί πληθυσμοί της περιοχής και, αφετέρου, να υπερασπιστεί τα δικαιώματα
του υπόδουλου ελληνισμού. Στρατιωτικοί και οπλαρχηγοί ανέλαβαν θέσεις πρακτόρων
στα κατά τόπους προξενεία και βρίσκονταν κάτω από την καθοδήγηση της οργάνωσης.
Κέντρο της ήταν η Αθήνα, αλλά έδρασαν και στη Θεσσαλονίκη, τη Θράκη, την Ήπειρο
και το Μοναστήρι. Ο εξοπλισμός των υπόδουλων Ελλήνων αποσκοπούσεστην αντίταξη
άμυνας, αλλά και στην ανάληψη δράσεων έναντι των δύο εχθρών: Τούρκων και
Βούλγαρων. Από τις αρχές του 1909 καιέως το καλοκαίρι, η Πανελλήνια Οργάνωση
κατάφερε να μεταφέρει σε όλη τη Μακεδονία (δυτική, κεντρική, ανατολική) και
στην Ήπειρο 10.657 βραχύκαννα και μακρύκαννα τυφέκια τύπου Gras και πάνω από 1.000.000 φυσίγγια.
Εν τω μεταξύ, η πρώτη
οθωμανική Βουλή σχηματίσθηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 1908. Οι Έλληνες εξέφρασαν
με πολλούς τρόπους τη δυσαρέσκειά τους για το εκλογικό σύστημα, φθάνοντας στο
σημείο να απειλήσουν με αποχή. Οι Νεότουρκοι δεν ήταν διατεθειμένοι να επιτρέψουν
στο εκλογικό σώμα και στους λαούς της αυτοκρατορίας να εκφράσουν την πραγματική
τους βούληση. Είχαν ορίσει ειδικές εκλογικές επιτροπές που κατέστρωναν τους
καταλόγους των υποψηφίων και των εκλογέων. Οι εκλεγόμενοι έπρεπε να μιλούν και
να γράφουν στην τουρκική γλώσσα, αλλιώς δεν θα γίνονταν δεκτοί στη νέα Βουλή.
Τελικά, οι Έλληνες κατέβηκαν στον προεκλογικό αγώνα και εξέλεξαν 26 βουλευτές
σε σύνολο 288 (147 Τούρκοι, 60 Άραβες, 27 Αλβανοί, 14 Αρμένιοι, 10 Σλάβοι και 4
Εβραίοι). Πρόεδρος της Βουλής εκλέχθηκε ο Αχμέτ Ριζά. Αξίζει να τονιστεί πως,
κατά τη διάρκεια των εκλογών, οι Νεότουρκοι υποστήριζαν φανερά την αριστερή
πτέρυγα του Κομιτατζή Σαντάνσκι και την παράταξή του: το Εθνικό Ομοσπονδιακό
Κόμμα.
Η είσοδος Ελλήνων,
Βούλγαρων, Σέρβων κ.λπ. στο οθωμανικό Κοινοβούλιο έφερε σε αυτό και τους
ανταγωνισμούς τους για τη Μακεδονία. Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα μετά
την ανεπιτυχή αντεπανάσταση ενός τμήματος του Τουρκικού Στρατού που ήταν ακόμη
πιστό στον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ. Τη νύκτα της 13ης Απριλίου του 1909,
περίπου 6.000 στρατιώτες, φοιτητές και ιεροδιδάσκαλοι πιστοί στον σουλτάνο περικύκλωσαν
το κοινοβούλιο στην Κωνσταντινούπολη και οπλισμένοι καθώς ήταν, ζητούσαν την
επαναφορά της Σαρία και των πατροπαράδοτων νόμων των μουσουλμάνων. Στα επεισόδια
δολοφονήθηκαν μερικοί Νεότουρκοι πολιτικοί,ωστόσο, ο σουλτάνος υποσχέθηκε
αμνηστία στους νοσταλγούς του και αποδέχθηκε τα αιτήματά τους. Οι Νεότουρκοι
έστειλαν στρατιωτικές ενισχύσεις από Αδριανούπολη και Θεσσαλονίκη, ενώ στις
δυνάμεις που εστάλησαν για καταστολή της φιλοσουλτανικής αντεπανάστασης
συμμετείχαν δυνάμεις Βούλγαρων κομιτατζήδων, υπό τους Σαντάνσκι, Πανίτσα και
Τσερνοπέεφ. Λίγες ημέρες αργότερα, οι δυνάμεις των Νεότουρκων κατέπνιξαν την
ανταρσία και όρισαν νέο Σουλτάνο τον Μεχμέτ Ρεσάτ, ο οποίος υπήρξε άβουλο
όργανό τους.
Μετά την αποτυχία της
αντεπανάστασης, ο έλεγχος πέρασε αποκλειστικά στα χέρια ακραίων εθνικιστών.
Τότε ξεκίνησε φανερά ο αγώνας για οθωμανοποίηση όλων των λαών της
αυτοκρατορίας. Αποφασίστηκε πρωτίστως η εξουδετέρωση του ελληνικού στοιχείου.
Στον φανατικό νεοτουρκικό Τύπο, μάλιστα, στοχοποιείτο το Πατριαρχείο, ενώ οι
Έλληνες πρόξενοι θεωρούνταν από τους Νεότουρκους ως οι βασικοί υπεύθυνοι του
συντονισμού της δράσης των ελληνικών σωμάτων. Ένας άλλος σοβαρός λόγος για την
έντονη ανθελληνική στάση του καθεστώτος ήταν το Κρητικό Ζήτημα.
Το καθεστώς θέσπισε τα
πλέον αντιδραστικά μέτρα, όπως την υποχρεωτική στράτευση όλων των Οθωμανών
πολιτών και των μη μουσουλμάνων, καθώς και την απαγόρευση συγκρότησης πολιτικών
οργανώσεων κατά εθνότητα και θρησκεύματα. Επίσης, ψηφίστηκε νόμος κατά της
ληστείας και συγκροτήθηκαν ένοπλα τάγματα δίωξης. Τα τάγματα αυτά έδρασαν κατά
βάση εναντίον της Πανελλήνιας Οργάνωσης και στόχευαν να σταματήσουν το έργο της
για επανεξοπλισμό των Ελλήνων. Διακρίθηκαν και για την εισβολή σε σπίτια
χριστιανών με σκοπό την ανακάλυψη όπλων. Στοχοποιήθηκαν τα κτήρια των ελληνικών
μητροπόλεων και προξενείων και, όσοι εισέρχονταν και εξέρχονταν από αυτά,
δέχονταν αυστηρούς σωματικούς ελέγχους. Μάλιστα, οι ένοπλοι αυτοί μουσουλμάνοι
ανάγκαζαν Έλληνες σε όλη τη Μακεδονία να ομολογούν ψευδή γεγονότα έπειτα από
ασύλληπτα βασανιστήρια.
Παράλληλα, οι
Νεότουρκοι προσπάθησαν με πρόχειρο τρόπο και οργάνωση να εποικίσουν τη
Μακεδονία με μουσουλμάνους από τη Βοσνία,προκειμένου να περιορίσουν την ύπαρξη
χριστιανών και να επιτύχουν πιο γρήγορα την επιθυμητή οθωμανοποίηση. Έως τον
Δεκέμβριο του 1910, εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη 2.300 οικογένειες
μουσουλμάνων Βόσνιων. Πολλοί από αυτούς φέρονταν βίαια στους χριστιανικούς
πληθυσμούς, ιδίως στους Βούλγαρους, τους έκλεβαν τη γη και διακρίνονταν για τη
βάναυση συμπεριφορά τους. Η κατάσταση ήταν αφόρητη στις περιοχές που είχαν
εγκατασταθεί οι Βόσνιοι έποικοι, σε τέτοιο σημείο, μάλιστα, οι χριστιανοί να
μην μπορούν να επιβιώσουν. Η πολιτική εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών
γενικότερα, μέσω κάθε μορφής βιαιοτήτων, εκτοπισμών και εθνικών εκκαθαρίσεων, κατάφερε
να επιτύχει αυτό που λίγα χρόνια πριν έμοιαζε αδιανόητο:τη συνεννόηση μεταξύ
Ελλήνων, Βούλγαρων και Σέρβων.
Μεγάλες αντιδράσεις,
τόσο από την ελληνική όσο και τη βουλγαρικήπλευρά, προκάλεσε η ψήφιση του
εκκλησιαστικού νομοσχεδίου, η λειτουργία των κοινοτικών σχολείων, ο έλεγχος των
όσων θα διδάσκονταν, καθώς και η υποχρεωτική χρήση της τουρκικής γλώσσας. Η
εφημερίδα όργανο του καθεστώτος «IttihadveTerekki»
σημείωνε: «Οι ελληνικές αρχιεπισκοπές αποτελούν εστίες επαναστατικών
ραδιουργιών και θα πρέπει να τις καθυποτάξουμε στον νόμο. Όσο για τα σχολεία,
το Σύνταγμα αναγνωρίζει στους μη μουσουλμάνους την ελευθερία της εκπαίδευσης, η
κυβέρνηση, όμως, διατηρεί το δικαίωμα επιβολής διδακτικού προγράμματος σύμφωνου
με τα συμφέροντα του κράτους και της δημόσιας τάξης και οι κρατικές αρχές
δικαιούνται να επαγρυπνούν, ώστε να μην εισαγάγει κανένας στα σχολεία της
αυτοκρατορίας διδασκαλία αντίθετη προς τις οθωμανικές αρχές. Δυστυχώς, το παλιό
καθεστώς είχε παραδώσει τα ελληνικά σχολεία στην αποκλειστική επιρροή των
Ελλήνων προξένων. [...] Εξυπακούεται ότι αυτή η κατάσταση δεν είναι δυνατό να
συνεχιστεί». Επίσης, στοχοποιήθηκε προσωπικά ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος
από τον Υπουργό Εσωτερικών Χιλμή πασά κατηγορώντας τον ότι τηρούσε εχθρική
στάση απέναντι στα τουρκικά εθνικάσυμφέροντα. Ομοίως και οι Βούλγαροι είχαν
αντίστοιχα παρόμοια παράπονα.
Από το 1910 και μετά,
ξεκίνησε μια συνεννόηση των δύο χωρών, τόσο μέσα στη Βουλή όσο και σε επίπεδο
ηγεσίας των εκκλησιών,προκειμένου να αναχαιτιστεί η αντιχριστιανική πολιτική
των Νεότουρκων. Βέβαια, ειδικά στον μακεδονικό χώρο η συνεργασία αυτή ήταν
δύσκολο να πραγματοποιηθεί λόγω των εθνικών βλέψεων των δύο εθνών. Οπωσδήποτε,όμως,
την περίοδο 1910-1911 παρατηρήθηκε απόλυτη εκεχειρία μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων.
Εντέλει, η σύμπραξη πραγματοποιήθηκε όταν στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1912, η
Ελλάδα μαζί με τη Βουλγαρία, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο κήρυξαντον πόλεμο στην
Τουρκία στο πλαίσιο του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.
Ο
κ. Ιωάννης Αθανασόπουλος είναι ιστορικός και επιστημονικός σύμβουλος Πολεμικού
Μουσείου.
Βιβλιογραφία
Αθανασόπουλος, Ι.Β.,
«Παύλος Μελάς. Η δράση του στη Μακεδονία και το αμφιλεγόμενο τέλος του», Στρατιωτική Ιστορία 304 (2022), 36-53.
Βακαλόπουλος, Κ., Το Μακεδονικό ζήτημα 1856-1913, Εκδόσεις
Παρατηρητής, Αθήνα 1993.
—, Το
Νεοτουρκικό κίνημα και ο ελληνισμός (1908-1912). Οι ιστορικές καταβολές στη
Μακεδονία, Εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα 2002.
Γενικό Επιτελείο
Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Ο
Μακεδονικός Αγώνας και τα Γεγονότα στη Θράκη, Εκδόσεις ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήνα 1998.
Καρκαλέτσης, Σ., Μακεδονικός Αγώνας. Η αναχαίτιση του
βουλγαρικού μεγαλοϊδεατισμού, Εκδόσεις Περισκόπιο, Αθήνα 2003.
Μπέλλου-Θρεψιάδη,
Αντιγόνη, Μορφές Μακεδονομάχων και τα
Ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη, Εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1992.
Ντριό, Ε., Ελλάδα και Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Από το κίνημα
των Νεότουρκων (1908) μέχρι τη συνθήκη της Λωζάννης (1923), μτφρ. Κ.Ν.
Μπαρμπής, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2000.
Παπακωνσταντίνου, Α.Σ.,
Καπετάν Κώττας και άλλα διηγήματα, Εκδόσεις
Πελασγός, Αθήνα 2003.
Dakin,D.,
Ο ελληνικός αγώνας στη Μακεδονία
1897-1913, μτφρ. Γ. Στεφανίδης, Ξένια Κοτζαγεώργη, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών
Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1996.
Horton,G.,
Η μάστιγα της Ασίας, μτφρ. Βικτωρία
Γ. Σολομωνίδου, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2010.
Lewis, B.,
Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τόμοι
2, μτφρ. Π. Κωνσταντέας, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2001.
Morgenthau, H., Τα μυστικά του Βοσπόρου, τόμοι 2, μτφρ. Ι. Κασεσιάν, Εκδόσεις
Δαμιανός, Αθήνα 2017.
Richter, H.A., Ο ελληνισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εκτοπισμοί, διωγμοί και
ξεριζωμός (1913-1923), μτφρ. Π. Τσαλπατούρος, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα
2021.
Ροδάς, Μ.Λ., Πώς η Γερμανία κατέστρεψε τον ελληνισμό της
Τουρκίας, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο Λαβύρινθος, Αθήνα 2020.
Τσιρκινίδης, Χ., Σύννεφα στη Μακεδονία… το Μακεδονικό μέσα από τα Γαλλικά
Αρχεία, 4η έκδοση, Εκδόσεις Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2002.
Τσιρκινίδης, Χ., Επιτέλους τους ξεριζώσαμε... Η γενοκτονία
των Ελλήνων του Πόντου, της Θράκης και της Μ. Ασίας, μέσα από τα γαλλικά
αρχεία, 8η έκδοση, Εκδόσεις Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2016.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου