Ο ρόλος της Εκκλησίας στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ-Υπέρμαχος της Ένωσης με την Ελλάδα

 

Η Κυπριακή Εκκλησία και οι εκπρόσωποί της αντιμετωπίζονταν ως τρομοκράτες από το βρετανικό καθεστώς. Σωματικός έλεγχος ιερέα από Βρετανό στρατιώτη (Παπαναστασίου, Ν., Λάμπρος Καυκαλίδης, το «Αγρινό» της ΕΟΚΑ, [χ.ό.], Λευκωσία 2009).


Ο απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ (1955-1959) απετέλεσε την οργανωμένη αντίδραση του κυπριακού Ελληνισμού έναντι της βρετανικήςάρνησης να δοθεί μια ειρηνική λύση στο κυπριακό πρόβλημα. Παρά τις προσπάθειες της «Εθναρχούσας Εκκλησίας» και της τότε ελληνικής κυβέρνησης του Παπάγου, οι Βρετανοί κατακτητές με διάφορους τρόπους δήλωναν ότι δεν σκόπευαν να εγκαταλείψουν την Κύπρο και τα εκεί συμφέροντά τους. Στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, που οργάνωσε στρατιωτικά ο πρώην αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού Γεώργιος Γρίβας, σημαντική συνεισφορά είχε και η Εκκλησία της Κύπρου. Ο αγώνας ήταν συνυφασμένος με τη χριστιανική ορθόδοξη πίστη, όπως και κάθε εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται αρχικά από τη διαδικασία μύησης, όπου ο όρκος δινόταν, βάζοντας το χέρι πάνω στο Ιερό Ευαγγέλιο και ξεκινούσε με τη φράση «ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας Τριάδας». Αλλά και στην πρώτη προκήρυξη του Γρίβα «Διγενή», την Πρωταπριλιά του 1955, που διακήρυττε ότι αναλαμβάνει τον αγώνα για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού «με την βοήθεια του Θεού». Ακολούθησε η πολυποίκιλη δράση και συμμετοχή της Εκκλησίας και των εκπροσώπων της στον αγώνα της ΕΟΚΑ. 


Η Εκκλησία δεν πρωτοστάτησε μόνο στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Η ίδια καθοδηγούσε πάντοτε τον κυπριακό Ελληνισμό. Κατά τη διάρκεια της Εθνεγερσίας του 1821, σημαντικό ρόλο έπαιξε ο κλήρος στο νησί της Αφροδίτης. Μάλιστα ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, όντας μέλος της Φιλικής Εταιρείας, απαγχονίσθηκε στα πλαίσια μαζικών εκτελέσεων των Οθωμανών. Όταν δε η Κύπρος πέρασε στην κατοχή της Αγγλίας το 1878, μετά τη συμφωνία του Σουλτάνου με τους Βρετανούς στο συνέδριο του Βερολίνου, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος υποδέχτηκε τον πρώτο Άγγλο κυβερνήτη και από την πρώτη στιγμή τού ζητούσε να αφήσουν οι Άγγλοι την Κύπρο να ενωθεί με την Ελλάδα. Η αξίωση για ένωση συνοδευόταν στο πέρασμα των χρόνων από την ολοένα και περισσότερο αρνητική στάση των Άγγλων στο ενδεχόμενο αυτό. Το 1921, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από την έναρξη της Εθνεγερσίας του 1821, στις 25 Μαρτίου, όλοι οι Κύπριοι σε κάθε πόλη και χωριό του νησιού συγκεντρώθηκαν στους ιερούς ναούς και μετά τη δοξολογία κυκλοφόρησαν ενωτικό ψήφισμα που το υπέγραφαν ο ιερέας, ο δάσκαλος, η χωρική και σχολική επιτροπή κάθε κοινότητας. Το ψήφισμα αποτελούνταν από τέσσερις όρους. Ο πρώτος ανέφερε ότι η θέληση όλων των Κυπρίων ήταν η ένωση με τη μητέρα Ελλάδα. Ο δεύτερος ξεκαθάριζε πως καμία υπόσχεση, παροχή, ή «εγκόσμιος δύναμις» ήταν δυνατόν να πείσει τους Κύπριους να δεχθούν οποιοδήποτε καθεστώς ξένο προς τη θέληση και την εθνική συνείδησή τους. Ο τρίτος επικαλούνταν ως σύμμαχο τη μητρική αντίληψη της Ελλάδας καθώς και την υποστήριξη, σε θέματα δικαιοσύνης, ηθικής και ελευθερίας, «του φιλελευθέρου Αγγλικού λαού» και ο τέταρτος ανέθετε στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου καθώς και στους Έλληνες βουλευτές να διαβιβάσουν το παρόν ψήφισμα στις Κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Ελλάδας, για να γίνουν γνωστές οι θέσεις τους με επίσημο τρόπο. 

Στις 25 Μαρτίου 1930, με αφορμή τους εορτασμούς της εκατονταετηρίδας της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας, οι Έλληνες ορθόδοξοι της Κύπρου εξέδωσαν νέο ενωτικό ψήφισμα απευθυνόμενο στους Άγγλους διαμαρτυρόμενοι «διότι η ελληνική αύτη νήσος δικαιώματι του ισχυρού κρατείται μακράν των μητρικών αγκαλών, υψούμεν προς τον Θεόν και προς τον κόσμονφωνήν ζητούσαν δικαιοσύνην και διακηρύττομεν την ασάλευτον, ακλόνητον και ομόφωνονγνώμην να ενωθώμεν μετά της ελευθέρας ελληνικής πατρίδος, [...]». Οι Άγγλοι αδιαφορούσαν και αρνούνταν πεισματικά να συζητήσουν έστω με τον κυπριακό ελληνισμό. Το ποτήρι ξεχείλισε στις 21 Οκτωβρίου 1931, όταν περίπου πέντε χιλιάδες Κύπριοι συγκεντρώθηκαν στη Λευκωσία για να ακούσουν ομιλία του τότε Μητροπολίτη Κιτίου Νικόδημου Μυλωνά. Μετά το πέρας αυτής, αυθόρμητα κατευθύνθηκαν στο Κυβερνείο και ζήτησαν ακρόαση από τον Βρετανό κυβερνήτη. Ο τελευταίος αρνήθηκε και τότε ξέσπασαν ταραχές. Οι καταπιεσμένοι Κύπριοι έκαψαν το κτήριο και ο κυβερνήτης με το προσωπικό σώθηκαν την τελευταία στιγμή. Οι διαδηλωτές σε μια έντονη συμβολική κίνηση κατέβασαν την αγγλική σημαία από τον ιστό του κτηρίου και ύψωσαν την ελληνική. Οι ταραχές σε όλο το νησί συνεχίστηκαν μέχρι την 29η Οκτωβρίου. Η αντίδραση των Άγγλων ήταν έντονη και σκληρή. Ο κυβερνήτης Ρόναλντ Στορς αντικαταστάθηκε αρχικά από τον Ρέτζιναλντ Σταμπς, ο οποίος μεταξύ άλλων τροποποίησε νόμους σχετικά με τη λογοκρισία στον Τύπο και απαγόρευσε τις συναθροίσεις άνω των πέντε ατόμων. Έναν χρόνο μετά, αντικαταστάθηκε από τον Χέρμπερτ Πάλμερ. Η διακυβέρνησή του, με αφορμή τα γεγονότα του Οκτωβρίου του 1931, ήταν άκρως καταπιεστική για τον κυπριακό Ελληνισμό. Η «Παλμεροκρατία» ήταν συνώνυμη της ανελευθερίας και διήρκησε για αρκετά χρόνια. Οι Κύπριοι διαμαρτυρήθηκαν χωρίς αποτέλεσμα.

Τον Ιανουάριο του 1950, όμως, πραγματοποιήθηκε ένα ακόμη ενωτικό δημοψήφισμα υπό την αιγίδα της «Εθναρχούσας Εκκλησίας» του Αρχιεπισκόπου Μακάριου Β΄. Ο τελευταίος αρχικά απευθύνθηκε στον τότε Άγγλο κυβερνήτη Άντριου Ράιτ για να αναλάβει τη διοργάνωσή του. Αυτός όμως αρνήθηκε και προειδοποίησε τον Αρχιεπίσκοπο ότι όποιο και αν ήταν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δε θα είχε για την Αγγλία καμία σημασία. Ο Ράιτ τα έλεγε όλα αυτά, ενώ στα τέλη του 1949 είχε συνοδεύσει τον Άγγλο Υπουργό Στρατιωτικών Σίνγουελ σε περιοδεία στην επαρχία Λεμεσού, την οποία αναγκάστηκαν να διακόψουν εξαιτίας του διαρκούς και έντονου αιτήματος των κατοίκων για ένωση με την Ελλάδα.Ο Μακάριος Β΄, παρ’ όλα αυτά, με αποφασιστικότητα θα ανακοινώσει, μέσω εγκυκλίου του, στον κυπριακό λαό την απόφασή του για διενέργεια δημοψηφίσματος. Ανέφερε χαρακτηριστικά: «Κυπριακέ λαέ, [...]. Δι’ Ένωσιν και μόνον Ένωσινηγωνίσθης επί τόσα έτη. Ένωσιν και μόνον Ένωσιν καλείσαι να επισφραγίσεις διά της ψήφους σου. [...]».

Την Κυριακή 15 Ιανουαρίου, μετά τη Θεία Λειτουργία, ο κυπριακός ελληνικός λαός είχε την επιλογή να υπογράψει σε δύο έγγραφα. Ένα υπό τον τίτλο «Αξιούμεν την ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα» και ένα υπό τον τίτλο «Ενιστάμεθα εις την ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα». Από τους 224.757 Έλληνες της Κύπρου υπέρ της Ένωσης υπέγραψαν οι 215.108, δηλαδή το 95.7%. Το υπόλοιπο ποσοστό δεν είχε δικαίωμα υπογραφής καθώς ήταν δημόσιοι υπάλληλοι της βρετανικής διοίκησης. Πρώτος υπέγραψε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β΄ και ακολούθως οι Μητροπολίτες. Κατόπιν όλοι οι Έλληνες της Κύπρου κατέκλυζαν τις εκκλησίες κάθε πόλης και χωριού και υπέγραφαν τον πόθο τους για ένωση με τη μητέρα Ελλάδα. Τα αποτελέσματα ανακοινώθηκαν από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας Κύπρου στις 29 Ιανουαρίου και απευθυνόμενη στον κυπριακό ελληνικό λαό, για την ιστορική ομόφωνη απόφασή του, ανέφερε: «Πρέπει να είσθε υπερήφανοι δια τα λαμπρά ταύτα αποτελέσματα, οφειλόμενα εις την φιλοπατρίαν υμών και την σύνεσιν. Εδείξατε αξιαγάστως ότι “επ’ ελευθερία εκλήθητε”, κατά τον ουρανοβάμονα απόστολον των εθνών. Εδικαιώσατε πλήρως και αδιαψεύστως τους εκκλησιαστικούς και εθνικούς ηγέτας υμών, εν ονόματι υμών αξιούντας την εθνικήναποκατάστασιν της ελληνικοτάτης ταύτης μεγαλονήσου».

Το δημοψήφισμα αυτό αποτέλεσε την κορυφαία εκδήλωση της εθνικής συνείδησης και αυτογνωσίας των Κύπριων, που ζητούσαν αποφασιστικά την ένωση με τη μητέρα Ελλάδα. Στις αρχές Μαρτίου της ίδιας χρονιάς, η Εκκλησία της Κύπρου έστειλε αντιπροσώπους της στην Αθήνα, στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη, ώστε να ενημερωθεί η κοινή γνώμη για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Στην Ελλάδα, όπως ήταν αναμενόμενο, η αποστολή της Κυπριακής Εκκλησίας έγινε δεκτή με θερμή υποδοχή από τον ελληνικό λαό. Παντού ήταν διάχυτη η επιθυμία για ένωση. Όμως ο πολιτικός κόσμος ήταν επιφυλακτικός λόγω της εξάρτισης της χώρας από τον δυτικό κόσμο. Η χώρα είχε μόλις βγει από έναν εξαντλητικό εμφύλιο πόλεμο, ενώ προηγουμένως είχε υποστεί μια βάναυση κατοχή από τις δυνάμεις του Άξονα. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Γεώργιος Παπανδρέου «η Ελλάς αναπνέει με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν. Δεν ημπορεί, λόγω του Κυπριακού, να διακινδυνεύση από ασφυξίαν».Την ίδια άποψη είχε και ο τότε πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας, ο οποίος αρχικά δεν ήθελε να συναντηθεί καν με την κυπριακή αποστολή. Εντέλει, όμως, η ελληνική Βουλή υιοθέτησε ψήφισμα, με το οποίο υποστήριζε το αίτημα του κυπριακού λαού. Ακολούθως, η αποστολή μετέβη στο Λονδίνο, όπου συναντήθηκε μόνο με μέλη του βρετανικού κοινοβουλίου καθώς η βρετανική κυβέρνηση δεν δέχθηκε συνάντηση. Αντιθέτως, στη Νέα Υόρκη η κυπριακή αποστολή έγινε περισσότερο αποδεκτή με τη μεσολάβηση τόσο της Αρχιεπισκοπής όσο και του ισχυρού ελληνοαμερικανικού λόμπι.

Στα τέλη Ιουνίου του 1950 απεβίωσε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Β΄ και τη θέση του ανέλαβε ο μέχρι πρότινος Μητροπολίτης Κιτίου Μακάριος Γ΄ τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς. Μέχρι την εκλογή του Μακαρίου Γ΄, τοποτηρητής ανέλαβε ο επίσκοπος Πάφου Κλεόπας. Ο Μακάριος Γ΄ την ημέρα της εκλογής του δήλωσε: «Δεν θα επιτρέψω εις τον εαυτό μου ουδέ στιγμής ανάπαυσιν ή διακοπήν των προσπαθειών μου μέχρις ότου ιδώ την Ένωσιν μετά της Ελλάδος πραγματοποιουμένην». Σύμμαχος του Ελληνισμού της Κύπρου υπήρξε ο Αλέξανδρος Παπάγος. Η εκλογή του ιδίου ως πρωθυπουργού και της παράταξης του «Ελληνικού Συναγερμού» στις εκλογές του 1952 αλλάζουν τη συμπεριφορά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής έναντι του κυπριακού ζητήματος. Στις 4 Δεκεμβρίου 1952 ο Παπάγος θα εκφράσει μέσω τηλεγραφήματος στον Μακάριο Γ΄ πως θα πράξει το παν ως πρωθυπουργός για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Με διπλωματικό τρόπο θα αρχίσει να κινεί το ζήτημα και στο εξωτερικό. Συγκεκριμένα, στις 8 Δεκεμβρίου σε ερώτηση Βρετανού δημοσιογράφου της «Daily Express», ο Παπάγος δήλωσε αποφασιστικά: «Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της Κύπρου επιθυμεί, όπως η νήσος παύση να αποτελήΒρεττανικήναποικίαν και ενωθή με την Μητέρα Πατρίδα. Είμαι βέβαιος ότι με καλήνθέλησιν εξ αμφοτέρων των μερών το ζήτημα τούτο δύναται να λυθή ικανοποιητικώς. Ουχ ήττον, όμως, δεν υπάρχει ανάγκη να βιασθούν τα πράγματα».

Τον Απρίλιο του 1953 ο Μακάριος ζήτησε από τον Βρετανό κυβερνήτη της Κύπρου να εφαρμοσθεί το δημοψήφισμα του 1950 που ζητούσε την ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Ένα μήνα μετά η απάντηση των Βρετανών ήταν ενδεικτική της στάσης που κρατούσαν: «Η Βρεττανική Κυβέρνησις δεν αντιμετωπίζει καμμίανμεταβολήν εις την κυριαρχίαν της νήσου και θεωρεί το ζήτημα κλειστόν». Την ίδια απάντηση έδωσε στον Παπάγο και ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Άντονι Ήντεν στην επεισοδιακή συνάντησή τους τον Σεπτέμβριο του 1953 στην Αθήνα. Για τη Μεγάλη Βρετανία δεν υπήρχε κυπριακό ζήτημα. Παρ’ όλα αυτά, οι προσπάθειες της κυπριακής Εκκλησίας για την ένωση δεν σταματούσαν. 

Ο Μακάριος Γ΄ στις 22 Αυγούστου του 1954 συμμετείχε στη δέηση που έγινε στην εκκλησία της Φανερωμένης στη Λευκωσία παρουσία χιλιάδων πιστών. Στον λόγο του, που έμεινε στην ιστορία ως ο «όρκος της Φανερωμένης», ο Αρχιεπίσκοπος είπε μεταξύ άλλων ότι θα παραμείνουν πιστοί μέχρι θανάτου στο εθνικό τους αίτημα για «ένωση και μόνο ένωση» με την Ελλάδα, δίνοντας όρκο: «Άνευ υποχωρήσεων. Άνευ παραχωρήσεων. Άνευ συναλλαγών. Θα περιφρονήσωμεν την βίαν και την τυραννίαν». Τόνιζε δε, πως αν δεν εισακουστεί το αίτημά τους και αγνοηθεί, θα συνεχίσουν τον αγώνα για εθνική δικαίωση με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Έτσι, την 1η Απριλίου του 1955 ιδρύθηκε η Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον Στρατηγό Γεώργιο Γρίβα «Διγενή».


Η ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΟΚΑ ΚΑΙ Η ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Ο Γρίβας υπήρξε ο στρατιωτικός αρχηγός της ΕΟΚΑ και ήταν αυτός που όριζε τη δράση της οργάνωσης, σε συνεννόηση με τον πολιτικό αρχηγό της, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Ο τελευταίος ήταν περισσότερο διστακτικός ως προς την ένοπλη μορφή ανταρτοπολέμου στο νησί, πίστευε περισσότερο στα σαμποτάζ και στις δολιοφθορές. Εντέλει, όμως, πείσθηκε από τον Γρίβα και την Πρωταπριλιά του 1955 κυκλοφόρησε η πρώτη επαναστατική προκήρυξη της οργάνωσης και του αρχηγού της «Διγενή». Σημαντικός ήταν ο ρόλος της κυπριακής Εκκλησίας στον αγώνα της ΕΟΚΑ. Άλλωστε πολιτικός αρχηγός της οργάνωσης ήταν ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος. Ωστόσο, η συνεισφορά της κυπριακής Εκκλησίας στον αγώνα για την ελευθερία έχει τις ρίζες της πριν την ίδρυση και τη δράση της ΕΟΚΑ. Ο προηγούμενος Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β΄ κατά τη διάρκεια της θητείας του είχε ιδρύσει το Εθναρχικό Συμβούλιο με εκτελεστικό όργανο το Γραφείο Εθναρχίας. Η Εθναρχία είχε –μεταξύ άλλων σημαντικών δράσεων και πρωτοβουλιών– αναλάβει την έκδοση βιβλίων και εντύπων που καλλιεργούσαν στις ψυχές των Κυπρίων την αγάπη για την ελευθερία και την ένωση με την Ελλάδα. Το περιοδικό «Η Ελληνική Κύπρος» ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. 

Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και η συνεισφορά της Ορθόδοξης Χριστιανικής Ένωσης Νέων (ΟΧΕΝ) που είχε ιδρυθεί το 1939 από τον ιερέα Σολομώντα Παναγίδη στη Λεμεσό. Από το 1946 άρχισε να δρα σε όλο το νησί. Πρωταγωνιστικό ρόλο στη δράση της είχαν οι ιερείς Φώτιος Καλογήρου, Σταύρος Παπαγαθαγγέλου, εφημέριοι του Ιερού Ναού της Φανερωμένης Λευκωσίας, οι αρχιμανδρίτες Κωνσταντίνος Λευκωσιάτης, Ανάργυρος Σταματόπουλος και πολλοί άλλοι, που ενέπνευσαν τον ανθό της κυπριακής νεολαίας και αποτέλεσαν, μεσώ των κατηχητικών και της δράσης τους, το εκκολαπτήριο των αγωνιστών της ΕΟΚΑ. Η συντριπτική πλειοψηφία των αγωνιστών και μελών της ΕΟΚΑ είχαν γαλουχηθεί και ενταχθεί στην ΟΧΕΝ είτε ως μέλη των κατηχητικών σχολείων και κατηχητές είτε ως ομαδάρχες των χριστιανικών συγκεντρώσεων των σχολείων. 

Αλλά και κατά τη δράση της ΕΟΚΑ η Εκκλησία συμμετείχε ενεργά στον αγώνα. Πολλά μοναστήρια και ιεροί ναοί έγιναν τόποι καταφυγής και τροφοδοσίας των μαχόμενων αγωνιστών. Μεγάλα ποσά διατέθησαν από την Εθναρχούσα Εκκλησία για τη συντήρηση των ανταρτών, αλλά και για άλλους σκοπούς, όπως η ενίσχυση των Σχολικών Εφορειών στην Κύπρο, ώστε οι Κύπριοι δάσκαλοι και καθηγητές να παραμείνουν στα κυπριακά σχολεία μεταλαμπαδεύοντας την εθνική συνείδηση, κάτι που οι Άγγλοι προσπάθησαν να αλλάξουν προσφέροντας περισσότερα χρήματα στους καθηγητές για να υπαχθούν τα σχολεία τους στο Αγγλικό Γραφείο Παιδείας. Στις εκκλησίες κατέφευγαν οι μαθητές όταν οι Άγγλοι έκλεισαν τα σχολεία. Εκεί διδάσκονταν τα βασικά μαθήματα και αναβίωνε ένα νέο «κρυφό σχολειό».

Η Εκκλησία βρέθηκε στο στόχαστρο ακόμη περισσότερο μετά την τοποθέτηση από το βρετανικό Υπουργικό Συμβούλιο του Στρατάρχη Σερ Τζον Χάρντινγκ στις 24 Σεπτεμβρίου 1955. Ταυτόχρονα, η βρετανική Κυβέρνηση κήρυξε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης όλη την Κύπρο ένα μήνα μετά. Με σχετικό διάταγμα κάθε πρόσωπο που μετέφερε εκρηκτικά, πυρομαχικά, βόμβες κ.λπ. αντιμετώπιζε την ποινή του θανάτου ενώ η αστυνομία και ο στρατός θα μπορούσαν να συλλαμβάνουν όποιον θεωρούσαν ύποπτο. Απαγορεύονταν οι συγκεντρώσεις και οι συνελεύσεις με εξαίρεση τη συμμετοχή στις θείες λειτουργίες και τις θεατρικές και κινηματογραφικές παραστάσεις. 

Ο Χάρντινγκ θεωρούσε την Εκκλησία ως «πηγή τρομοκρατίας», επειδή αυτή είχε ενεργό συμμετοχή στον απελευθερωτικό αγώνα. Για τον λόγο αυτό, λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα του 1955, διέταξε να πραγματοποιηθούν αιφνιδιαστικές έρευνες σε 25 μοναστήρια του νησιού για κρυμμένα όπλα και καταζητούμενους αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Η επιχείρηση στέφθηκε από απόλυτη αποτυχία, σε σημείο οι Βρετανοί να ισχυριστούν ψευδώς ότι ανακάλυψαν δύο πιστόλια στη Μονή Κύκκου. Λίγες μέρες μετά, στις 28 Δεκεμβρίου, οι Βρετανοί με δύναμη 600 στρατιωτών διεξήγαγαν για δεύτερη φορά, μέσα σε λίγες μέρες, έρευνες στο μοναστήρι της Χρυσορρογιάτισσας. Αν και επισήμως, ο Χάρντινγκ στα ανακοινωθέντα τόνιζε πως «αι έρευναιδιενεγήρθησαν μετά του προσήκοντος σεβασμού προς τας θρησκευτικάς παραδόσεις», στο μοναστήρι αυτό, η έρευνα επεκτάθηκε και στο ιερό της εκκλησίας. Πόρτες και ερμάρια παραβιάστηκαν για να βρεθούν ενοχοποιητικά στοιχεία όπως και τα κεραμίδια των κτηρίων της Μονής. Τελικά, οι Βρετανοί στρατιώτες αρκέστηκαν στο να κατασχέσουν ρούχα και υποδήματα που χρησιμοποιούσαν οι εργάτες στη Μονή, επειδή θεωρήθηκαν εξοπλισμός ανταρτών της οργάνωσης.

Στις αρχές του 1956, ο Χάρντινγκ διέταξε νέα έρευνα στο μοναστήρι του Κύκκου. Αυτή τη φορά επιστρατεύθηκαν 700 Βρετανοί στρατιώτες, με ελικόπτερα, τεθωρακισμένα και ανιχνευτικούς σκύλους. Οι έρευνες διήρκεσαν από τα χαράματα μέχρι το απόγευμα και επεκτάθηκαν σε όλους τους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους της Μονής. Προχώρησαν σε εκτεταμένους βανδαλισμούς, ενώ δεν δίστασαν να εισέλθουν στην εκκλησία και στο ιερό με σκύλους ώστε να εντοπίσουν κρυμμένο οπλισμό. Πολλά μάρμαρα μετακινήθηκαν για εντοπισμό πιθανών κρησφύγετων ενώ παραβιάστηκαν ερμάρια και έπιπλα απουσία των μοναχών. 

Η συμπεριφορά αυτή των Βρετανών έναντι της κυπριακής Εκκλησίας και των εκπροσώπων της, ήταν δυστυχώς ο κανόνας. Ο κυπριακός λαός αντέδρασε ποικιλοτρόπως. Ιδιαίτερα η Πολιτική Επιτροπή Κυπριακού Αγώνα (ΠΕΚΑ), η οποία ιδρύθηκε στις αρχές του ’56, με κύριο σκοπό την υποβοήθηση του αγώνα της ΕΟΚΑ και τη διαφώτιση του λαού σχετικά με αυτόν. Σε σχετική προκήρυξή της, με τίτλο «Οι Ιερόσυλοι», απευθυνόμενη στους Βρετανούς, τους κατηγόρησε για ασέβεια και έλλειψη πολιτισμού σχετικά με τις μεθόδους ερευνών σε εκκλησίες και μοναστήρια. Εξέφρασε την άποψη ότι η εκκλησία τελούσε υπό διωγμό επειδή παρέμενε πιστή στους αγώνες του Ελληνισμού.  «Οι αιμοσταγείς δολοφόνοι συνεχίζοντες εν τη απελπισία των το εγκληματικόν των έργον κατά του λαού μας, άνευ διακρίσεως, έστρεψαν τελευταίως συστηματικώς τας προσπαθείας των προς εξόντωσιν του ιερού κλήρου. Τους τρομάζει το τεράστιον ηθικόν παράστημά του και η ανταξία του μεγάλου παρελθόντος στάσις του. Τρομάζει τους τυρρανίσκους η Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησία μας διότι εκπροσωπεί τας Μεγάλας Ιδέαςαι οποίαι τρέφουν τον λαό μας. Κτυπούν τους ιερείς μας οι πανικόβλητοι τύραννοι, διότι εφάνησαν πιστοί θεματοφύλακες των υποθηκών του Εξορίστου Ιεράρχου και Εθνάρχου μας. Διότι ακολουθούν την οδόν της τιμής και του δικαίου, όπως όλοι μας, την οποίαν τόσον ανδροπρεπώς ακολούθει Εκείνος. Αι παντοειδείς αιτιάσεις των, η αηδής προπαγάνδα των κατά της Εκκλησίας εις ουδέν άλλο αποσκοπεί παρά εις το να συγκαλύψη και να δικαιολογήση τας συλλήψεις και τας κακοποιήσεις των ιερέων και τα ιεροσυλίας των ιερών ναών. Υπό αξιοπίστων μαρτύρων βεβαιούται και εις πολλούς είναι γνωστόν, ότι οδηγούν σκύλλους εντός των ιερών ναών, εντός του ιερού βήματος και επί της Αγίας Τραπέζης. Πολλάκις μάλιστα οι σκύλλοι των γλύφουν τας Αγίας εικόνας. Και διερωτώμεθα: Τι έχουν άραγε να ζηλέψουν οι «πολιτισμένοι» κυρίαρχοί μας από τους αθέους και αθρήσκους κάθε εποχής; Ασφαλώς τίποτε. Πως είναι δυνατόν να χαρακτηρισθή η ανήκουστος αυτή βεβήλωσις των ιερών ναών; Ας απαντήσουν οι ίδιοι. Εις πολλάς περιπτώσεις πάλιν Τούρκοι επικουρικοί, ή Τούρκοι πολίται ετοποθέτησαν πυρομαχικά εις τοίχους ναών και μάλιστα εις χωρία εις τα οποία υπερέχει το Τουρκικόν στοιχείον. Τούτο δε εγένετο κατόπιν σχεδίου των Δυνάμεων Κατοχής δια να ενοχοποιηθούν οι ιερείς και να συλληφθούν. [...]».  


ΤΑ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΑ ΙΔΑΝΙΚΑ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΕΟΚΑ


Μια άλλη σημαντική πτυχή ήταν τα πιστεύω των αγωνιστών της οργάνωσης. Κάθε νέος ενήλικος ή ανήλικος, που συνέδραμε με διάφορους τρόπους τον αγώνα, βασιζόταν στη φιλοπατρία και στη βαθιά πίστη στον Θεό. Ο επιθεωρητής φιλόλογος Χρ. Κολιός σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ο ηρωισμός τους στάθηκε το αποτέλεσμα τριών βασικών παραγόντων [...] Η παιδεία τους, η φιλοπατρία τους και η υπέρβαση του εαυτού τους. Ανατράφηκαν μέσα στην ελληνορθόδοξη παράδοση και μορφώθηκαν με πνεύμα αρετής, δικαίου και ελευθερίας. Μια ακλόνητη πίστη στον Θεό τούς φώτιζε τον δρόμο και τούς εμψύχωνε στον αγώνα. Όνειρο και προσδοκία τους, μια “χριστιανική λευτερωμένη Κύπρος”». Η τελευταία φράση αποτελεί λόγο του Ιάκωβου Πατάτσου, εικοσιδιάχρονου αγωνιστή της ΕΟΚΑ, που εκτελέσθηκε από τους Βρετανούς, λόγω της δράσης του, στις 9 Αυγούστου του 1956. Η σορός του βρίσκεται στα Φυλακισμένα Μνήματα. Στο τελευταίο γράμμα του ο Πατάτσος έγραφε στη μητέρα του: «Αγαπημένη μου μητέρα, Χαίρε. Ευρίσκομαι μεταξύ αγγέλων. Τώρα απολαμβάνω τους κόπους μου. Το πνεύμα μου φτερουγίζει γύρω από τον θρόνο του Κυρίου. Θέλω να χαίρεις όπως κι εγώ. Αν κλαίεις θα λυπούμαι. Το όνομά σου θα γραφτεί στην ιστορία, γιατί εδέχθης να θυσιασθεί το παιδί σου για την πατρίδα. Είναι καιρός τώρα να καμαρώσεις το παιδί σου. Ευρίσκεται εκεί ψηλά όπου ψάλλουν οι Άγγελοι. Χαίρε αγαπημένη μου μητέρα. Μην κλαίεις, για να ακούσεις την αγγελική μου φωνή να ψάλλει Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ. Ψάλλε και συ μαζί μου.Ψάλλε, προσεύχου, δόξαζε τον Θεόν σε όλην την ζωήν».

Η συνειδητή και επιδιωκόμενη θυσία για την πατρίδα και τον Θεό ήταν κοινό γνώρισμα όλων των αγωνιστών. Ο Γρίβας στα απομνημονεύματά του γράφει πως ο Χριστιανισμός και ο Ελληνισμός ήταν οι δύο πόλοι γύρω από τους οποίους περιστράφηκε όλη η παιδική και εφηβική ζωή του. Μέσω της ελληνικής ιστορίας και της ορθόδοξης πίστης κρατήθηκε ο ελληνισμός της Κύπρου και άντεξε να αγωνίζεται για την ελευθερία και την ένωση με την Ελλάδα. Η πίστη του αρχηγού τού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα φαινόταν και από το παράδειγμά που έδινε στους άντρες του. Σημειώνει ο Νίκος Παπαναστασίου: «Τους έμαθε να κάνουν το σημείο του σταυρού πριν και μετά το φαγητό και να κάνουν την προσευχή τους το βράδυ. “Όποιος μωρέ κρατεί Θεόν δεν φοβάται”, συνήθιζε να τους λέει». Όταν έβγαινε σε νέο λημέρι, κάθε πρώτη Κυριακή μετά την έξοδό του, έφερνε ιερείς να τελούν τη θεία λειτουργία και κοινωνούσε μαζί με τους συναγωνιστές του.

Η έξοδος στο βουνό όμως, όπως ήταν φυσικό, έφερνε απομόνωση στους μαχόμενους αντάρτες. Αισθάνονταν τη στέρηση της συχνής θείας λειτουργίας και κοινωνίας καθώς και της πνευματικής καθοδήγησης. Για τον λόγο αυτό, ο Γρίβας στις 14 Απριλίου 1956 με διαταγή του ανακοίνωνε την απόφαση ίδρυσης της Υπηρεσίας Πνευματικού Ανεφοδιασμού (ΥΠΑ). Μια από τις πρώτες ενέργειες της νέας Υπηρεσίας ήταν η αποστολή στα κρησφύγετα των ανταρτών της ΕΟΚΑ αντιτύπων της Αγίας Γραφής και άλλων πνευματικών βιβλίων. Η ενέργεια αυτή ήταν σημαντική για τους αγωνιστές. Ο Μάρκος Δράκος σε επιστολή του στις 22 Απριλίου ανέφερε, σε οικείους του, πως όταν ενημερώθηκαν ότι ιδρύθηκε η Υπηρεσία Πνευματικού Ανεφοδιασμού όλοι αναθάρρησαν καθώς θα υπήρχε πλέον στήριξη στους αγωνιστές. Η απομόνωση στο βουνό χωρίς επαφή με τα αγαπημένα τους πρόσωπα αλλά και χωρίς ενημέρωση από εφημερίδες και λοιπά έντυπα, όπως επίσης και από τον τακτικό εκκλησιασμό, στον οποίο έδιναν μεγάλη σημασία, ήταν σοβαρά προβλήματα για τους αντάρτες. 

Η Αγία Γραφή και άλλα χριστιανικά και πνευματικά βιβλία όμως κυκλοφορούσαν μέσα στις κεντρικές φυλακές Λευκωσίας και στα κρατητήρια. Οι μελλοθάνατοι αγωνιστές περίμεναν καρτερικά τον απαγχονισμό τους έχοντας την προσοχή τους στην προσευχή και στη μελέτη της Αγίας Γραφής. Ο λόγος του Θεού τούς εμψύχωνε και τούς γέμιζε θάρρος μπροστά στον επικείμενο θάνατό τους. Αγωνιστής έγραφε προς τους οικείους του σε επιστολή του: «[...] Η ζωή μας εδώ κυλά φαινομενικώς μονότονα [...]. Βαθιά όμως μέσα στην ψυχή πραγματοποιείται ένα ξεκαινούργιωμα του εαυτού μας. Αθόρυβα κι αθέατα εργάζεται η Θ. Χάρις για να μας οδηγήση εις την ζωήν του Πνεύματος. [...] Κάθε μέρα έχομεν την συμμελέτην Αγ. Γραφής. Εντρυφούμεν εις τας Επιστολάς του Παύλου, εκτός της Κυριακής, που αναλύομεν την Ευαγγελικήν περικοπήν, και της Πέμπτης, που μελετούμεν τας Πράξεις». 

Για τους φυλακισμένους αγωνιστές ο περιορισμός στα στρατόπεδα, στις φυλακές και στα κρατητήρια έγινε αιτία πνευματικής αναγέννησης, ένας δικός τους δρόμος της Δαμασκού. Με αυτό τον τρόπο και το πατριωτικό τους καθήκον επιτελούσαν και τη θρησκευτική τους πίστη και συνείδηση καλλιεργούσαν. Ενδεικτικά θα αναφερθούν τρεις περιπτώσεις αγωνιστών που λίγο πριν απαγχονισθούν από τους Άγγλους σε επιστολές τους προς την οικογένειά τους συνόψιζαν τα ανωτέρω δίνοντας θάρρος στους δικούς τους. Ο εικοσιτριάχρονος Στέλιος Μαυρομάτης λίγες ώρες πριν την εκτέλεσή του σε γράμμα προς τον αδερφό του σημείωνει χαρακτηριστικά: «[...] Θέλω να ξέρης πως ο αδελφός σου πεθαίνει με το χαμόγελο στα χείλη γιατί ο Θεός τον αξίωσε να φθάση μέχρι τέλους χωρίς ποτέ να καμφθή ή να λιποψυχήση. [...] Νιώθω τον εαυτόν μου ισχυρόν και γαλήνιον και είμαι έτοιμος να τα αντιμετωπίσω όλα με θάρρος γιατί έχω τον Χριστόν μέσα μου και με βοηθά. [...]». Ο εικοσάχρονος Μιχαήλ Κουτσόφτας, μία μέρα πριν απαγχονιστεί θα στείλει στη μητέρα του γράμμα στο οποίο ανέφερε μεταξύ άλλων: «[...] Είναι θέλημα Θεού να χωρισθούμε και πρέπει να σεβαστούμε το άγιο Θέλημά Του. Θα ελυπόμουνα αν πέθαινα σαν ένας κοινός εγκληματίας. Θα ελυπόμουν αν πέθαινα ως κλέπτης. Δεν υπάρχει λόγος όμως να λυπηθώ τώρα που πεθαίνω για χάρη ενός υψηλού ιδανικού. Δεν λυπούμαι γιατί θα εκτελεσθώ εν ονόματι της ελευθερίας. Μονάχα προσεύχομαι στην υπεραγία Θεοτόκο και στον Θεό να μου δίνουν θάρρος και υπομονή ως την τελευταία μου πνοή. [...]». 

Τέλος, ο εικοσιδιάχρονος Ανδρέας Παναγίδης, έγγαμος και πατέρας τριών παιδιών, σε επιστολή του προς τα πεθερικά του στις 19 Σεπτεμβρίου 1956 γράφει τα εξής συνταρακτικά λόγια: «[...] Τώρα που ξέρω, ότι σε μία μέρα θ’ αντικρύσω την αγχόνη, έχω διπλάσιο θάρρος από πριν. Ο Χριστός είναι πάντα συντροφιά στα κελιά μας. Ο Χριστός μάς γεμίζει την καρδιά με αληθινή χαρά. Παρακαλούμε τον Θεό να μας σώση όχι το σώμα, αλλά την ψυχή». Όπως άλλωστε ανέφερε ο ιερέας των Κεντρικών Φυλακών Λευκωσίας πατήρ Αντώνιος Ερωτοκρίτου όλοι οι αγωνιστές που απαγχονίσθηκαν εξομολογούνταν και κοινωνούσαν τακτικά ενώ πριν εκτελεστούν ο ίδιος τελούσε το Μυστήριο του Ευχελαίου. Ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που έβλεπαν. Ως αυτόπτης μάρτυρας ο πατήρ Αντώνιος υποστήριξε πως δευτερόλεπτα πριν το σκοινί κόψει το νήμα της ζωής τους οι αγωνιστές έψελναν εκκλησιαστικούς ύμνους και τον εθνικό μας ύμνο. 


ΜΑΚΑΡΙΟΣ, ΗΓΕΤΗΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΗΓΕΤΗΣ ΤΗΣ ΕΟΚΑ


Ο Μακάριος, κατά κόσμον Μιχαήλ Μούσκος, γεννήθηκε στο χωριό Πάνω Παναγιά της Πάφου τον Αύγουστο του 1913. Ο πατέρας του Χριστόδουλος βιοποριζόταν από ένα κοπάδι αιγοπροβάτων και έναν μικρό αμπελώνα που διατηρούσε στο μικρό ορεινό χωριό. Ο μικρός Μιχαήλ, όπως αντίστοιχα όλα τα παιδιά του χωριού, βοηθούσε τον πατέρα του στις δουλειές. Παράλληλα, φοιτούσε στο μονοθέσιο σχολείο της Πάνω Παναγιάς. Οι επιδόσεις του ήταν εξαιρετικές γεγονός που ανάγκασε τον δάσκαλο Νεοκλή Καραολή να απευθυνθεί στον πατέρα του για να τον πείσει, να ενθαρρύνειτον γιο του να στραφεί προς τα γράμματα επειδή είχε κλίση. Σύμμαχός του ήταν και ο θείος τού Μιχαήλ, ο πατήρ Πάτροκλος, ιερέας του χωριού. Τελικά, ο Μιχαήλ Μούσκος θα γίνει δεκτός μετά από εξετάσεις, ως δόκιμος στη Μονή Κύκκου το 1926. Το 1933 η Μονή τον έστειλε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας για να συνεχίσει τις σπουδές του και πέντε χρόνια μετά έλαβε υποτροφία για να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ταυτόχρονα, στο δεύτερο έτος των σπουδών του θα ξεκινήσει να σπουδάζει παράλληλα και στη Νομική Σχολή. Έτσι θα λάβει δύο πτυχία. 

Στην Αθήνα της Κατοχής ο Μακάριος θα ενταχθεί στην αντιστασιακή οργάνωση «Χ» του Γεωργίου Γρίβα. Παράλληλα, όρκιζε και νέους αντάρτες που ήθελαν να βγουν στο βουνό. Μεταξύ άλλων, όρκισε και τους νέους Ιερολοχίτες τον Απρίλιο του 1944 όταν ετοιμάζονταν να βγουν στο βουνό και να φτάσουν στην Ελεύθερη Ορεινή Ελλάδα του ΕΔΕΣ. Κατά την ορκωμοσία τους ζήτησε να επαναλαμβάνουν κάθε φράση: «Δε θα ντροπιάσω τα ιερά όπλα κι ούτε θα εγκαταλείψω τον σύντροφό μου όπου κι αν βρεθώ· θα πολεμήσω για το όσια και τα ιερά και δε θα παραδώσω την πατρίδα πιο μικρή [...]». Μετά την απελευθέρωση θα επιστρέψει για πολύ μικρό χρονικό διάστημα στην Κύπρο. Θα επανέλθει στην Αθήνα και θα ζήσει τα Δεκεμβριανά και τη Βάρκιζα. Το 1946 θα χειροτονηθεί πρεσβύτερος και Αρχιμανδρίτης στην Αγία Ειρήνη από τον Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Παντελεήμονα. Ακολούθως, η Αρχιεπισκοπή τον τοποθετεί προϊστάμενο στην Αγία Παρασκευή Καλλιπόλεως Πειραιά.Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους θα λάβει υποτροφία από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και ξεκινά σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Στα μέσα του 1948 θα επιστρέψει στην Κύπρο ως Μητροπολίτης Κιτίου. Ο Μακάριος είχε διακριθεί για τα δυναμικά κηρύγματά του, για τον καθαρό και συμβολικό λόγο του που αποσκοπούσε ξεκάθαρα στην τόνωση του εθνικού φρονήματος των συμπατριωτών του. Πράγματι, τα κηρύγματά του ήταν πολλά. Ενδεικτικά σε ένα από αυτά ανέφερε: «[...] Εθνική μας επιδίωξη δεν είναι άλλη ειμή ο δια μακρών αγώνων και αίματος ακόμη επισφραγισθείς πόθος του ελληνικού υπόδουλου κυπριακού λαού υπέρ της Ενώσεως μετά της Μητρός Ελλάδος. [...] Οι αγώνες μας είναι δίκαιοι και το δίκαιον θα υπερισχύσει της καταπιεζούσης αδικίας. [...]». Για να επιτευχθεί αυτό, συνέχιζε ο Μακάριος, ήταν ανάγκη να τονιστεί το εθνικό φρόνημα του κυπριακού λαού στις πόλεις, στα χωριά και στα  εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Τον Οκτώβριο του 1950 ο Μακάριος εκλέγεται νέος Αρχιεπίσκοπος. Οι Βρετανοί τον κατηγόρησαν ότι από την πρώτη στιγμή ήρθε σε επαφή με «εξτρεμιστικά» στελέχη και ίδρυσε την Παγκύπρια Εθνική Οργάνωση Νεολαίας(ΠΕΟΝ), μια οργάνωση νεολαίας από την οποία προήλθαν πολλά στελέχη της ΕΟΚΑ. Όλο αυτό το διάστημα ο Μακάριος είχε την οργάνωση αυτή υπό την προσωπική προστασία του ακόμα και όταν η ΠΕΟΝ κηρύχθηκε παράνομη από τους Βρετανούς τον Ιούνιο του 1953. Ο Αρχιεπίσκοπος χορηγούσε ο ίδιος χρήματα σε διάφορους πράκτορες από την Ελλάδα για την αγορά όπλων και εκρηκτικών υλών που θα παραδίδονταν στους αγωνιστές της ΕΟΚΑ την κατάλληλη χρονική στιγμή. Επίσης, ο Μακάριος ίδρυσε ειδικό ταμείο για τον αγώνα ζητώντας από τον κυπριακό λαό να συνεισφέρει, ενώ στο τυπογραφείο της Αρχιεπισκοπής αφενός τυπώνονταν φυλλάδια της ΕΟΚΑκαι αφετέρου κρύβονταν και αποθηκεύονταν όπλα και χειροβομβίδες. Ο Μακάριος υπήρξε ο πολιτικός ηγέτης της ΕΟΚΑ, καθώς αυτός ήταν που επέλεξε και κάλεσε τον Στρατηγό Γρίβα να έρθει και να αναλάβει τον ένοπλο αγώνα της οργάνωσης. Αρχικά, μάλιστα, όπως αναφέρει ο Γρίβας στο ημερολόγιό του, ο Μακάριος είχε ορίσει ως ημέρα έναρξης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών την 25η Μαρτίου 1955 για συμβολικούς λόγους. Εν τέλει, αποφασίστηκε ημέρα έναρξης να οριστεί η Πρωταπριλιά του ’55. Στις 29 Μαρτίου γράφει λακωνικά ο Γρίβας πως ο Μακάριος, με το ψευδώνυμο «Γεν» (Γενικός), ευλόγησε τον αγώνα: «20ήν ώραν είδον Γεν. Να αρχίσωμεν. Μου έδοσε την ευχήν του. Ο Θεός μαζύ μας».

Όταν ο Χάρντινγκ ανέλαβε κυβερνήτης συναντήθηκε, στις 4 Οκτωβρίου 1955, με τον Μακάριο για τις πρώτες συνομιλίες που διήρκεσαν 8 ημέρες αλλά δεν κατέληξαν πουθενά. Οι συζητήσεις επαναλήφθηκαν στα τέλη Νοεμβρίου. Ο Χάρντινγκ πρότεινε αυτοκυβέρνηση στον Μακάριο και όχι αυτοδιάθεση της Κύπρου. Ο τελευταίος αρνήθηκε τονίζοντας ότι δεν μπορούσε να εξαρτήσει την αυτοδιάθεση ενός λαού από τις στρατηγικές ανάγκες της Μεγάλης Βρετανίας. Οι επαφές επαναλήφθηκαν τον Ιανουάριο του 1956. Ο Στρατάρχης Χάρντινγκ παρουσίασε νέα πρόταση που ουσιαστικά ήταν βελτιωμένη έκδοση της πρότασης για αυτοκυβέρνηση του περασμένου Νοεμβρίου. Ο Μακάριος ζήτησε χρόνο για να μελετήσει την πρόταση και λίγες μέρες μετά, στα τέλη του μήνα, συναντήθηκε με τον Βρετανό κυβερνήτη. Ο τελευταίος πρότεινε νέο σχέδιο που άφηνε ανοιχτό το ζήτημα της πολυπόθητης αυτοδιάθεσης για το μέλλον. Στις 29 Ιανουαρίου παρέδωσε γραπτώς τις προτάσεις αυτές στον Μακάριο ζητώντας μια απάντηση. Ο Αρχιεπίσκοπος συναντήθηκε μυστικά με τον Γρίβα και συζήτησαν τις νέες προτάσεις. Συμφώνησαν να συνεχίσουν τον διάλογο με τους Βρετανούς διατηρώντας τις επιφυλάξεις τους για τη βρετανική πολιτική. Μάλιστα, δόθηκε εντολή από τον Γρίβα στους αγωνιστές της ΕΟΚΑ να ανασταλεί προσωρινά η δράση τους για όσο χρονικό διάστημα θα διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις. Παράλληλα, ο Μακάριος με επιστολή του θα ζητήσει διευκρινήσεις από τον Χάρντινγκ σχετικά με τη βρετανική πρόταση για την αυτοκυβέρνηση της Κύπρου. 

Οι αόριστες απαντήσεις του Βρετανού κυβερνήτη θα οδηγήσουν στην απόρριψη της πρότασης από τον Μακάριο. Η αποτυχία των συνομιλιών θα αποτελέσει την αφορμή για την εξορία του Μακαρίου από τους Βρετανούς. Μαζί του εξορίστηκαν ο Παπασταύρος Παπαγαθαγγέλου, ο Μητροπολίτης Κυρηνείας Κυπριανός και ο Πολύκαρπος Ιωαννίδης, γραμματέας της Μητρόπολης Κυρηνείας. Αμφότεροι στάλθηκαν στις Σεϋχέλλες στην έπαυλη Σαν Σουσί. Την ηγεσία της Εκκλησίας ανέλαβε για όσο διήρκησε η εξορία του Μακαρίου ο Μητροπολίτης Κιτίου Άνθιμος. Οι Βρετανοί μεταξύ άλλων δικαιολόγησαν την ενέργειά τους κατηγορώντας τον Μακάριο για την επίμονη παράλειψή του να καταδικάσει «την φαυλότητα και την κτηνωδίαν των μεθόδων της ΕΟΚΑ, παρά την θέσιν του ως Θρησκευτικού Αρχηγού της Ελληνικής Ορθοδόξου Χριστιανικής κοινότητος». Μάλιστα, οι Βρετανοί κατηγορούσαν μέσω των εντύπων τους ότι ο Μακάριος προτίμησε να απορρίψει τις προτάσεις τους για μια «εποικοδομητική» αντιμετώπιση των πολιτικών προβλημάτων της Κύπρου για να επιβάλει τους σκοπούς του με τη χρήση βίας μέσω της ΕΟΚΑ. 

Τον Απρίλιο του 1957 οι εξόριστοι θα αφεθούν ελεύθεροι αλλά θα τούς απαγορευθεί να επιστρέψουν στην Κύπρο. Έτσι, στις 17 Απριλίου θα φτάσουν στην Αθήνα, όπου πλήθος κόσμου θα τούς υποδεχθεί με επευφημίες και ενθουσιασμό. Ο Μακάριος θα επιστρέψει στην αγαπημένη του Κύπρο μόλις την 1η Μαρτίου του 1959, μετά την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, που όριζαν ανεξαρτησία της Κύπρου χωρίς τη βρετανική κυριαρχία αλλά με Τούρκο αντιπρόεδρο και τουρκική συνδιοίκηση, ειδάλλως οι Βρετανοί απειλούσαν με διχοτόμηση της νήσου βάσει του σχεδίου Μακμίλλαν. Αυτό πρότεινε ουσιαστικά συγκυριαρχία Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας στο νησί με ξένο κυβερνήτη, την ύπαρξη δύο κοινοτήτων με ξεχωριστές Βουλές και την παραμονή των Άγγλων στην Κύπρο. Οι υπόλοιποι τρεις εξόριστοι θα επιστρέψουν μια εβδομάδα μετά εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά τους για τη μεταστροφή του Μακαρίου, διαχωρίζοντας τη θέση τους και μένοντας πιστοί στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ο ίδιος θα εκλεγεί πανηγυρικά πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις 13 Δεκεμβρίου 1959, με ποσοστό 67%. Με αυτόν τον τρόπο θα ολοκληρωθεί ο αγώνας της ΕΟΚΑ έστω και αν δεν πραγματοποιήθηκαν επακριβώς οι σκοποί της οργάνωσης. 


Ο κ. Ιωάννης Αθανασόπουλος είναι ιστορικός και επιστημονικός σύμβουλος Πολεμικού Μουσείου. 



ΕΝΘΕΤΟ 1:

Παπασταύρος Παπαγαθαγγέλου-μαχητικός στρατολόγος της ΕΟΚΑ

Γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1911 στο χωριό Αγία Βαρβάρα της Λευκωσίας. Φοίτησε στο Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο, από το οποίο αποφοίτησε το 1931. Τον πρώτο καιρό εργάστηκε ως δάσκαλος και ιεροψάλτης. Από το 1933 μέχρι το 1936 διετέλεσε διευθυντής της Ελληνικής Σχολής Αλεξανδρέττας. Πριν χειροτονηθεί, νυμφεύθηκε την Ιωάννα Κ. Ευτυχίου και απέκτησαν μαζί πέντε παιδιά. Το 1939 χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος και κατόπιν ιερέας. Την ίδια περίοδο ίδρυσε τα Κατηχητικά Σχολεία της Λευκωσίας. Από τα ιδρυτικά στελέχη της ΟΧΕΝ και της Παγκύπριας Οργάνωσης Ορθοδόξων Ιδρυμάτων (Π.Ο.Θ.Ο.Ι.).

Το 1946 θα ιδρύσει τη Φιλανθρωπική Αγορά των Κατηχητικών Σχολείων Φανερωμένης με σκοπό να βοηθήσει τον κυπριακό λαό στις καθημερινές δυσκολίες του, που προέκυψαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε την εβδομαδιαία εθνική εφημερίδα «Εφημερίς», με σκοπό να εκλπηρωθεί «ο προαιώνιος πόθος», όπως έγραφε, «της Ενώσεώς μας με τη μητέρα Ελλάδα». Ήλθε σε επαφή με τον Γρίβα για τον ίδιο σκοπό. Έτσι, η ΟΧΕΝ και άλλες αντίστοιχες οργανώσεις χρησίμευαν ως βάση εκκίνησης της ΕΟΚΑ, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Γρίβας στα απομνημονεύματά του.

Ο Παπασταύρος Παπαγαθαγγέλου έγινε στρατολόγος της ΕΟΚΑ ουσιαστικά πριν την ίδρυσή της και ακόμη περισσότερο μετά κατά τη δράση της. Η έντονη δράση του οδήγησε στη σύλληψή του από τους Βρετανούς τον Μάρτιο του 1956 και εξορίστηκε στις Σεϋχέλλες μαζί με τον Μακάριο Γ΄ και άλλους επιφανείς κληρικούς.

Αφέθηκαν ελεύθεροι περίπου έναν χρόνο μετά αλλά τούς απαγορεύθηκε η επιστροφή στην Κύπρο. Έτσι κατέφυγαν στην Αθήνα όπου τους έγινε ιδιαίτερα θερμή υποδοχή. Επέστρεψαν στην Κύπρο το 1959 με τη λήξη του αγώνα της ΕΟΚΑ. Ο Παπασταύρος σταδιακά διαχώρησε τη θέση του από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄ και ήρθαν σε οριστική ρήξη καθώς παρέμενε συνειδητά υπέρ της Ένωσης με κάθε κόστος. Κοιμήθηκε τον Μάιο του 2001. 


Βιβλιογραφία


Ασσιώτης, Γ.Γ., Ο αγώνας της ΕΟΚΑ 1955-1959, 4η έκδοση, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία 2010.

Βασιλειάδης, Ν.Π., Εθνομάρτυρες του Κυπριακού Έπους 1955-59, 11η έκδοση, Εκδόσεις Αδελφότητος Θεολόγων «ο Σωτήρ», Αθήνα 2009.

Γρίβας-Διγενής, Γ., Απομνημονεύματα Αγώνος ΕΟΚΑ 1955-1959, 3ηέκδοση, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2013.

Δημητρίου, Σ.Θ., «Φυλακισμένα Μνήματα». Όλοι οι ηρωομάρτυρες του αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-1959, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2024.

—, Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας-Διγενής, ο αρχηγός της ΕΟΚΑ, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2017.

Μαρκάκης, Α., Ο ασυμβίβαστος Μακάριος: Μισός αιώνας αγώνες, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1977.

Μιχαηλίδης, Μ.Ε., Κύπρος. Σκλάβα ασκλάβωτη, [χ.ό.], Αθήνα 1995.

Παπαγεωργίου, Σπ. (επιμ.), Αρχείον των παράνομων εγγράφων του Κυπριακού Αγώνος 1955-1959, 2η έκδοση, Εκδόσεις Κ. Επιφανίου, Λευκωσία 1984.

Παπαναστασίου, Ν., Λάμπρος Καυκαλίδης, το «Αγρινό» της ΕΟΚΑ, [χ.ό.], Λευκωσία 2009.

Παπαπολυβίου, Π. (επιμ.), Η τρομοκρατία εν Κύπρω. Το Ημερολόγιον του Γρίβα, 2η έκδοση, Εκδόσεις Ηλία Επιφανίου, Λευκωσία 2020.

Richter, H. A., Ιστορία της Κύπρου. Τόμος δεύτερος 1955-1959, μτφ. Χαράλαμπος Παπαχρήστους, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2011.


Το άρθρο δημοσιεύθηκε  στο περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία των εκδόσεων Γκοβόστη (τεύχος 332, Απρίλιος 2025, σσ. 71-84).


Σχόλια